Η Μεγάλη Εκκλησία και ἡ Ψαλτική Τέχνη
Αντώνιος Χατζόπουλος δρ. ΑΠΘ, ομ. Σχολικός Σύμβουλος
(Δημοσιεύτηκε στο "Η πολίτικη ψαλτική τέχνη" Ιερά Μητρόπολη Δέρκων, Κων/πολη 2014, σελ. 15 έως 40).
Η σύνδεση όλων σχεδόν των εκκλησιαστικών τεχνών με την Κωνσταντινούπολη είναι τόσο παλιά όσο σχεδόν και η ιστορία της Πόλης. Εξέχουσα θέση μέσα σ’ αυτές κατέχει η βυζαντινή εκκλησιαστική μουσική, η ψαλτική τέχνη, που έχει τις ρίζες της και στην τοπική μουσική παράδοση [1]. Από την εποχή του Αγίου Ρωμανού του Μελωδού, στις αρχές του 6ου αιώνα, πού δημιούργησε μέρος των εξεχόντων Κοντακίων του και στην Πόλη μας, στην πρώτη Μονή της Θεοτόκου-Κύρου, αλλά και μέχρι σήμερα, η Βασιλεύουσα δεν έπαυσε να αποτελεί κέντρο της μουσικής δημιουργίας. Οι σπουδαιότεροι εκπρόσωποι της βυζαντινής ψαλτικής τέχνης, πριν και μετά την άλωση, υπήρξαν οφφικιάλιοι των χορών της Μεγάλης Εκκλησίας, λόγιοι κληρικοί και λαϊκοί της πατριαρχικής αυλής. Πρόσφατες μελέτες καταδεικνύουν τις πολλαπλές επιδράσεις της ανατολικής εκκλησιαστικής μουσικής στην πολυφωνική μουσική της δύσης, τα δε μουσικά συστήματα και τα μουσικά σημάδια (νότες) ανατολής και δύσης βασίζονται σε μία κοινή παράδοση σημειογραφίας και καταγραφής της μουσικής σύνθεσης (καθηγητής Κ. Φλώρος). Ο Πάπας Ρώμης, ο και δημιουργός του γρηγοριανού μέλους Άγιος Γρηγόριος ο Διάλογος (540-604), διέμεινε επί μία δεκαετία στο Βυζάντιο. Μεγάλοι μελωδοί της Πόλης από τον 13ο αιώνα και εξής, που θεωρείται η ακμή της ψαλτικής τέχνης, σφράγισαν την μουσική της Μεγάλης Εκκλησίας και μεταξύ αυτών και συνθέτες οι οποίοι εν συνεχεία διετέλεσαν Οικουμενικοί Πατριάρχες. Ο Ιωάννης ο Γλυκύς (Οικουμενικός Πατριάρχης,1316-1320), ο Νικηφόρος Ηθικός, ο Ιωάννης Κουκουζέλης, ο Ξένος Κορώνης, ο Ιωάννης Κλαδάς, ο Μανουήλ Χρυσάφης, ο Γρηγόριος Μπούνης ο Αλυάτης, και ο Θεοφάνης Καρύκης (Οικουμενικός Πατριάρχης, 1597), αλλά και πολλοί άλλοι δημιούργησαν πλούσιο συνθετικό έργο. Κατά τους αιώνες που ακολούθησαν -παρά τους χαλεπούς καιρούς, παράλληλα με την ιδιωτική εν πολλοίς διδασκαλία των μουσικοδιδασκάλων, λειτούργησαν στην Πόλη οι Πατριαρχικές Μουσικές Σχολές. Η πρώτη λειτούργησε για λίγο χρονικό διάστημα το 1727, επί Πατριάρχου Παϊσίου του Β΄ και ονομάστηκε «κοινόν μουσικόν φροντιστήριον εις ωφέλειαν του ημετέρου γένους». Αλλά και οι δύο που ακολούθησαν ήταν βραχύβιες: επί Σωφρονίου του Β΄, το 1776 και το 1791 επί της πατριαρχίας Νεοφύτου του Η΄, που ήταν καλύτερα οργανωμένη από τις προηγούμενες και ονομάζεται και πάλι «κοινόν σχολείον». Ο πατριαρχεύσας από το 1801 έως το 1806 Καλλίνικος ο Ε’ κατηγορεί σε γράμμα του τον Νεόφυτο ότι ήταν υπαίτιος της διακοπής της λειτουργίας της Μουσικής Σχολής [2]. Η Σχολή αυτή του 1801 λειτούργησε κατά την περίοδο των ιστορικών αλλαγών που αφορούν την παρασημαντική, αλλά και την όλη μελλοντική εξέλιξη της μουσικής. Στην αλλαγή του αιώνα έχουμε τις ιστορικές αλλαγές της γραφής και της θεωρίας, αλλά και τη μετάβαση στη νέα εποχή της μουσικής της Εκκλησίας.
Τα έτη 1814 και 1815 έμελλε να είναι καθοριστικά για την εξέλιξη της ψαλτικής τέχνης. Οι ζυμώσεις σχετικά με την αποδοχή ή μη της «νέας μεθόδου» είχαν λάβει τέλος και ο πεφωτισμένος Οικουμενικός Πατριάρχης Κύριλλος ο Στ’ [3] αναγγέλλει την καθιέρωσή της, ιδρύοντας παράλληλα και την πρώτη Μουσική Σχολή. [Φέτος συμπληρώθηκαν 200 χρόνια από την νέα μέθοδο και 199 χρόνια από την έναρξη λειτουργίας της πρώτης Μουσικής Σχολής της επονομαζομένης και πάλιν «κοινόν σχολείον» μουσικής, ή «κοινής του Γένους Μουσικής Σχολής», έτσι ακριβώς όπως αποκαλούνταν όλες οι μουσικές Σχολές πριν την μεταρρύθμιση]. Η καθιέρωση του νέου τρόπου παρασημαντικής της εκκλησιαστικής μουσικής αποτέλεσε σταθμό στην καθόλου εξέλιξη των μουσικών πραγμάτων για τις επόμενες δεκαετίες. Ήδη στα πρώτα χρόνια που ακολούθησαν τη μεταρρύθμιση, ο ένας από τους τρεις διδασκάλους, ο Χουρμούζιος Γεωργίου, ο μετέπειτα τιμηθείς με το οφφίκιο του Χαρτοφύλακος, είχε συγγράψει μία πλήρη, επιστημονική και συστηματική μέθοδο της εκκλησιαστικής μουσικής θεμελιώνοντας έτσι επιστημονικά την νέα μέθοδο [4]. Η πρώτη επίσημη ανακοίνωση-κοινοποίηση της νέας μεθόδου της εκκλησιαστικής μουσικής από τη Μεγάλη Εκκλησία έγινε στις 25 Νοεμβρίου του 1815 με την Προκήρυξη του Οικουμενικού Πατριαρχείου, που εκδόθηκε επί της πατριαρχίας Κυρίλλου του Στ’, και η οποία είναι το πρώτο γνωστό επίσημο κείμενο για την εκκλησιαστική της έγκριση. Στο κείμενο μνημονεύονται ως «εξ επαγγέλματος μουσικοί» οι τρεις άνδρες που πρωταγωνίστησαν στη μελέτη της νέας μεθόδου: «ο ιερολογιώτατος εν διακόνοις κυρ Χρύσανθος, ο Μουσικολογιώτατος Λαμπαδάριος της Μεγάλης εκκλησίας κυρ Γρηγόριος και ο μουσικολογιώτατος κυρ Χουρμούζιος». Η Προκήρυξη αυτή στάλθηκε συνημμένη μαζί με μία Πατριαρχική και Συνοδική Επιστολή-Εγκύκλιο (τα πλήρη κείμενα στο Παράρτημα της παρούσης) προς τους Αρχιερείς του Θρόνου και με σκοπό να τους παρακαλέσει, αφ’ ενός για τη συλλογή οικονομικών πόρων, αφ’ ετέρου να τους προτρέψει να στείλουν μαθητές για να φοιτήσουν στη νέα Σχολή, που ήδη λειτουργούσε τέσσερεις περίπου μήνες πριν την αποστολή της. Τα δύο αυτά κείμενα είναι μοναδική εκκλησιαστική πηγή πληροφοριών για την παρακμή της παλιάς μουσικής γραφής και την προετοιμασία και έγκριση της νέα μεθόδου. Συγκεκριμένα η Προκήρυξη και η Επιστολή προκειμένου να αιτιολογήσουν την μετάβαση σε νέο σύστημα κάνουν λόγο για την παλιά γραφή, η οποία πλέον «μιμήσει μόλις και ακοή εγένετο μαθητή τοις οξυτέροις και φιλοπονωτέροις» και ότι οι μαθητευόμενοι έφριτταν για τον «ακαταληψίας γνόφον» και για τις δυσκολίες εκμάθησής της. Τα ιστορικά αυτά κείμενα αναφέρονται στα προβλήματα που αντιμετώπιζαν οι μαθητές λόγω πολυχρόνιας τριβής προκειμένου να την εκμάθουν, αλλά και στην παρακμή της «αγγελομιμήτου ταύτης ασματικής», που όντως ήταν η πραγματικότητα κατά τα χρόνια εκείνα. Η παλιά γραφή είχε χάσει με την πάροδο του χρόνου κάθε ερμηνευτική μέθοδο, έντεχνη και κανονική θεωρία, «επιστήμονα λόγον», δεν υπήρχαν λύσεις για τις απορίες που προέκυπταν κατά την εκμάθησή της και πολλοί που ήθελαν να την σπουδάσουν, πολλές φορές στη μέση «της οδού πρύμναν εφάνησαν κρούοντες», για να μη δαπανούν τον πολύτιμο χρόνο και να ασχοληθούν με άλλα χρήσιμα πράγματα. Στα ίδια κείμενα γίνεται εκτενής μνεία των σχετικών που προηγήθηκαν της καθιέρωσης της νέας μεθόδου, αλλά παράλληλα είναι, ως προελέχθη, τα πρώτα επίσημα κείμενα, που ανακοινώνουν τα νέα δεδομένα της μουσικής γραφής και μαζί με τη νέα παρασημαντική ανακοινώνουν και την ίδρυση της πρώτης Μουσικής Σχολής. Οι τρεις δάσκαλοι είχαν ασχοληθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα με τη σύνταξη της θεωρητικής βάσης του νέου συστήματος και μετά το πέρας των εργασιών τους παρέστησαν ενώπιον της Ι. Συνόδου της Μεγάλης Εκκλησίας, αλλά και των προυχόντων της Πόλης και εγγράφως διαβεβαίωσαν ότι για την παράδοση του συστήματος απαιτούνταν ένας μόνο χρόνος, για δε τη μεταγραφή των μουσικών κειμένων «εκ του ασαφούς επί το σαφές», όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται, απαιτούνταν δέκα χρόνια. Η νέα μέθοδος δεν παραχαράσσει το «αξιωματικόν ύφος» που επικρατεί στη Μεγάλη Εκκλησία, αλλά ούτε και αποκλίνει από την παράδοση. Είναι ακριβής, φωτιστική, αρίστη και εξηγεί θεωρητικά και πρακτικά τα μέλη και τα σχήματα των φωνών, κάτι που δεν μπορούσε να κάνει η παλιά μέθοδος. Με τη νέα γραφή, αυτοί που για λίγο είχαν διδαχτεί την παλιά μέθοδο, έκαναν άλματα, αλλά και οι νέοι μαθητές έχουν τέλεια επίδοση, σύμφωνα με τον Πατριάρχη Κύριλλο. Μερικά από τα κυριότερα χαρακτηριστικά της νέας μεθόδου ήταν ο καθορισμός νέων ενεργειών για τα παλιά σύμβολα, η κατάργηση των μεγάλων υποστάσεων και των συνδυασμών των σημαδιών, ο καθορισμός του χρόνου, η απλοποίηση των μαρτυριών των ήχων και η αντικατάσταση της παλιάς παραλλαγής με την κλίμακα πα βου γα δι κε ζω νη πα[5]. Η Προκήρυξη και η Εγκύκλιος Επιστολή του Νοεμβρίου του 1815 κάνουν μεταξύ άλλων και μία σπουδαία επισήμανση. Στα χρόνια πριν τη μεταρρύθμιση υπήρχε έλλειψη μίας καλής μεθόδου, και η «καιρική περιπέτεια κατέχωσεν εις τον βυθόν της φθοράς και της λήθης» την εκκλησιαστική μουσική, η οποία ήταν γνωστή μόνο σε «δύω ή το πολύ τρία των ενταύθα μουσικών πρόσωπα». Αυτή η διαπίστωση του Πατριάρχου Κυρίλλου μαρτυρείται και νωρίτερα, κυρίως από ξένους ερευνητές, οι οποίοι είχαν επισημάνει ότι ελάχιστοι Έλληνες μουσικοί ήταν σε θέση να ερμηνεύσουν τα εγχειρίδια της σημειογραφίας. Κατ’ επέκταση η παράδοση της μουσικής ήταν κυρίως προφορική και η διαπίστωση αυτή επιβεβαιώνεται από τα επίσημα πατριαρχικά χείλη ότι πράγματι η σημειογραφία είχε περιέλθει σε αχρηστία και ότι η εκμάθηση γινόταν από μνήμης και ίσως μέσω της χειρονομίας. Με βάση τα παραπάνω ο Κύριλλος τεκμηριώνει την αναγκαιότητα της διάδοσης της νέας γραφής της εκκλησιαστικής μουσικής με την ίδρυση της Σχολής. Τονίζει ότι η μέθοδος αυτή, που επινόησαν οι «αξιέπαινοι και φιλόπονοι άνδρες», δίνει τη δυνατότητα στους νέους να μάθουν τη μουσική εντός ενός χρόνου αντί για δέκα και είκοσι του παλιού, να ψάλλουν κάτι με λίγη μελέτη «απαραλλάκτως με τον ασματογράφον και ποιητήν» και όλα αυτά δίχως η νέα μέθοδος «να παρεισάγη φωνών και σχημάτων νεωτερίσματα». Οι τέσσερεις μήνες λειτουργίας της Σχολής, από τον Ιούλιο μέχρι το Νοέμβριο του 1815, που στάλθηκαν τα κείμενα της Προκήρυξης και της Επιστολής, οι μαθητές είχαν ήδη προοδεύσει, πράγμα που κατά τον Κύριλλο ήταν και η απόδειξη των όσων υπόσχεται η νέα μέθοδος. Ο Πατριάρχης στο τέλος της Επιστολής επισημαίνει τις τεράστιες δαπάνες που απαιτούνται για τους μισθούς των διδασκάλων και για τη μεταγραφή των παλαιών βιβλίων[6]. Φέρνοντας παράδειγμα τους ομογενείς της Πόλης «φιλόλαοι και φιλόμουσοι προύχοντες του ημετέρου γένους», που βοήθησαν στην ίδρυση της Σχολής, παραγγέλλει στον αποδέκτη της επιστολής Αρχιερέα να γραφεί συνδρομητής, να υπογράψει στο τέλος της διακήρυξης που στάλθηκε μαζί και να ειδοποιήσει τους φιλόμουσους και ευκατάστατους συμπατριώτες του ποιμενάρχη να συνδράμουν οικονομικά τη Σχολή. Αυτό για το οποίο ιδιαιτέρως νοιάζεται ο Πατριάρχης Κύριλλος ο Στ’ είναι η αποστολή στην Πόλη, με πρόνοια των κατά τόπους Ιεραρχών του Πατριαρχείου δύο ή τριών καλλιφώνων μαθητών από κάθε Αρχιερέα στη Σχολή, οι οποίοι θα φοιτούσαν «ανεξόδως» στη νέα μέθοδο και ο Αρχιερέας έπρεπε μόνο να φροντίσει για τη «ζωοτροφία» τους και τα ενδύματά τους. Αυτοί εντός ενός χρόνου θα επέστρεφαν στον τόπο τους και θα διέδιδαν τη νέα μέθοδο, κάτι που ασφαλώς πραγματοποιήθηκε. Σύμφωνα με μία μαρτυρία, μετά από την Εγκύκλιο του Πατριάρχου το Νοέμβριο του 1815, συρρέουν «σμήνη» νέων και ηλικιωμένων στην Πόλη, που ήθελαν να διδαχτούν την ψαλτική τέχνη με το νέο σύστημα[7]. Η επίσημη ονομασία της πρώτης αυτής Μουσικής Σχολής του Κυρίλλου ήταν «κοινόν σχολείον μουσικής», αλλά και «κοινή του Γένους μουσική σχολή», ενώ η ονομασία της νέας παρασημαντικής είναι «νέα μέθοδος». Μετά από τις έγγραφες διαβεβαιώσεις που είχαν δώσει οι τρεις δάσκαλοι, αποφάσισαν την ίδρυση της Σχολής όλοι από κοινού, οι προύχοντες, η Σύνοδος, αλλά και οι «φιλόμουσοι και οι φιλόκαλοι» της Βασιλεύουσας. Η Σχολή λειτούργησε μέχρι το 1821. Είναι εξαιρετικά σημαντικό το γεγονός ότι οι απόφοιτοι της Σχολής αυτής έγιναν περιβόητοι και περιζήτητοι μουσικοδιδάσκαλοι, όχι μόνο στην Πόλη, όπου προτιμούνταν σε σχέση με άλλους ψάλτες, αλλά και στην Ελλάδα, στις παροικίες του εξωτερικού, στο Άγιον Όρος και αλλαχού, διαδίδοντας ταχύτατα την νέα μέθοδο και δημιουργώντας νέες σχολές. Ο Πατριάρχης Κύριλλος ο Στ’ και ο Μητροπολίτης Εφέσου Διονύσιος παίζουν καθοριστικό και αποφασιστικό ρόλο στην έγκριση και επικράτηση της νέας μεθόδου. Ο Κύριλλος είναι ο Πατριάρχης που δίνει τη θετική απάντηση σ΄ αυτή και ο Διονύσιος είναι αυτός που τον μεταπείθει. Ασφαλώς δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ο Εφέσου Διονύσιος αργότερα είναι και ο πρώτος Έφορος της Μουσικής Σχολής. Χαρακτηριστικό του μαρτυρικού αυτού Πατριάρχη είναι ότι δεν αποφάσιζε ποτέ μόνος του, αλλά για όλες τις βαρύνουσες αποφάσεις ελάμβανε υπόψη του πάντα τη γνώμη της Συνόδου. Έτρεφε ιδιαίτερη συμπάθεια προς τους εκπαιδευτικούς, είχε ιδιαίτερη κλίση στα γράμματα και στα θέματα της παιδείας, ήταν καλλίφωνος, αγαπούσε και γνώριζε την εκκλησιαστική μουσική. Και οι δύο αυτές οι κυρίαρχες φυσιογνωμίες της μουσικής μεταρρύθμισης, βρήκαν μαρτυρικό θάνατο. Ο μεν Κύριλλος απαγχονίστηκε στην Αδριανούπολη, όντας πρώην Κωνσταντινουπόλεως[8], ο δε Διονύσιος απαγχονίστηκε στο Πέραν της Πόλης, εντός της ψαραγοράς[9].
Τα περιοδικά στα οποία δημοσιεύτηκαν τα παραπάνω κείμενα Λόγιος Ερμής και Ελληνικός Τηλέγραφος της Βιέννης, που κυκλοφόρησαν λίγα χρόνια πριν την έγκριση της μουσικής μεταρρύθμισης, παρατηρούμε ότι η νέα μέθοδος προβάλλεται ως έργο των φωτισμένων ανδρών και κληρικών της εποχής. Αυτό έρχεται σε άμεση συνάρτηση με τις απελευθερωτικές τάσεις, με τον άνεμο ανεξαρτησίας που πνέει την εποχή εκείνη στους λαούς της περιοχής των Βαλκανίων. Αυτή καθεαυτή η μουσική μεταρρύθμιση είχε άλλωστε από την γένεσή της στοιχεία εθνικής αναγέννησης και ασπασμού νέων ιδεών. Ο Λόγιος Ερμής της Βιέννης δημοσιεύει ακόμα απόψεις για τα μουσικά πράγματα, καθώς και αλληλογραφία του ίδιου του Χρυσάνθου, γνώστη της δυτικής μουσικής παιδείας. Προβάλλει ιδιαίτερα το έργο του Πατριάρχου Κυρίλλου του Στ’ αναγράφοντας ευνοϊκά σχόλια για το πρόσωπό του. Όμως η επικράτηση και η διάδοση της νέας μεθόδου δεν ήταν εύκολη υπόθεση και οι φανερές και μυστικές αντιδράσεις πολλαπλές. Άλλωστε επί δεκαετίες χρησιμοποιούνταν παράλληλα και οι δύο γραφές και όπως είναι φυσικό υπήρξαν πολλές διχογνωμίες για την αναγκαιότητα ή μη της νέας μεθόδου. Ο Χρύσανθος που υμνήθηκε από τον Πατριάρχη Κύριλλο τον Στ’ ως έχων «φιλοπονίαν άκραν και επιμέλειαν υπερβάλλουσαν», προήχθη μεν εις Αρχιερέα, αλλά πέρασε το υπόλοιπο της ζωής του σε δυσμένεια με το Πατριαρχείο, (κατηγορήθηκε για αμέλεια του ποιμνίου του και των νέων απέναντι στους Λουθηρο-Καλβινιστάς, αλλά και για άκρα φιλαργυρία), δίχως να προσφέρει περαιτέρω διδασκαλία στην Πόλη. Μάλιστα η υπηρεσία του σε Μητροπόλεις μακράν του Πατριαρχείου (Δυρράχιο, Σμύρνη, Προύσα) θεωρήθηκε ότι έγινε με σκοπό την απομάκρυνσή του από την πρωτεύουσα. Η φιλοδυτική κοσμοθεωρία του, σε συνδυασμό με την μουσική μεταρρύθμιση που κατά πολλούς επικριτές ήταν εξευρωπαϊσμός της ψαλτικής, ίσως να έδωσαν λαβές σε συντηρητικούς κύκλους για τις παραπάνω κατηγορίες. Ως Μητροπολίτης Προύσης πάντως, στα τελευταία πριν το θάνατό του χρόνια, είχε πλούσια μουσική δράση. Ο Χουρμούζιος αφοσιώθηκε στην Πόλη επί δύο δεκαετίες αόκνως στο έργο της μεταγραφής-εξήγησης του μουσικού ρεπερτορίου στη νέα γραφή και απεβίωσε πένης. Στα δύσκολα χρόνια που ακολούθησαν έγιναν προσπάθειες για επανίδρυση της Μουσικής Σχολής, δίχως όμως επιτυχία. Αρχίζουν να πληθαίνουν οι φωνές εναντίον της νέας μεθόδου και πολλοί αναπολούν την παλαιά γραφή. Στα 1866, ο Γάνου και Χώρας Χρυσάνθος, ο Αρχιμ. Γερμανός Αφθονίδης Σιναΐτης και ο Ηλίας Τανταλίδης, διαπιστώνουν ότι ήταν ατόπημα η απλούστευση του παλαιού συστήματος, που είχε περιορίσει τη μουσική στην πρακτική της διάσταση και κατέστησε προβληματική τη θεωρία. Στα 1888, η Μουσική Επιτροπή εντάσσει τη μουσική μεταρρύθμιση στο πνεύμα του νεωτερισμού και την αναφέρει ως κοινωνική ανάγκη. Ο Δημήτριος Πάσπαλης, εκφράζει την άποψη ότι η μεταρρύθμιση των τριών διδασκάλων δεν ολοκληρώθηκε, όπως οι ίδιοι θα το επιθυμούσαν και ότι το έργο τους έμεινε ατελές, και θεωρήθηκε όμως τέλειο από τους μεταγενεστέρους ιεροψάλτες λόγω άγνοιας [10]. Το 1899, τέλος ο Πατριάρχης Κωνσταντίνος ο Ε’ παραδέχεται ότι υπάρχουν ασαφή και σκοτεινά θεωρούμενα σημεία του μεγάλου ζητήματος της Εκκλησιαστικής Μουσικής. Μέσα στα παραπάνω πλαίσια πρέπει να τοποθετηθούν και οι Μουσικές Επιτροπές οι οποίες αφενός μεν καλούνταν να στηρίξουν την νέα μέθοδο και αφετέρου να επιλύσουν τις μεταξύ των μουσικοδιδασκάλων διαφορές στη θεωρία και την πράξη. Η πρώτη Μουσική Επιτροπή στα 1846 για παράδειγμα είχε ως κύριο έργο της την εξέταση και παρατήρηση όλων των μουσικών έργων που κυκλοφορούσαν και είχαν εκδοθεί από διάφορους μουσικούς, και το αν αυτά «φυλάττουν το ύφος και το μέλος της εκκλησιαστικής μουσικής». Στα 1867 επί της δευτέρας πατριαρχίας του Γρηγορίου του Στ’ σχηματίζεται και πάλι Μουσική Επιτροπή, η οποία επικρίνει τον Κ. Φιλοξένη για τη μη σωστή κατάταξη της ύλης. Απορρίπτει την άποψη του Φιλοξένους ότι η νέα μέθοδος της μουσικής υπολείπεται της αρχαίας, καθότι «ουδείς των ημετέρων μουσικοδιδασκάλων δύναται να έχει αξιώσεις κατά το μάλλον και ήττον βαθέως μουσικού, ειμή καθόσον είναι κατά το μάλλον και ήττον κάτοχος της παλαιάς μεθόδου». Το 1879, ο Π. Κηλτζανίδης κάνει έκκληση στον Πατριάρχη Ιωακείμ τον Γ΄ να «ενεργήση και συγκαλέση το ταχύτερον συνέλευσιν αρμοδίων μουσικοδιδασκάλων» με σκοπό τη διερεύνηση και οριστική και τελειωτική λύση του ζητήματος της μουσικής και προκειμένου να ληφθούν «τα δέοντα επιστημονικά μέτρα, όπως αναγεννηθή και αναλάμψη αύθις η πατροπαράδοτος, ωραία και πλουσία, αλλ’ υπό των αφρόνως νεωτεριζόντων περιφρονουμένη πολυπαθής εκκλησιαστική ημών μουσική»[11]. Επί Ιωακείμ του Γ΄, το 1881, συνεδριάζει στο Αγιοταφιτικό Μετόχι στο Φανάρι νέα Μουσική Επιτροπή. Το ίδιο έτος και μετά από εννέα συνεδριάσεις η Επιτροπή υποβάλλει το πρώτο της πόρισμα-αναφορά, που θα μπορούσαμε να το χαρακτηρίσουμε ανατρεπτικό για την εποχή: μεταξύ άλλων ζητά από το Πατριαρχείο να εισαχθεί «κατάλληλον όργανον» για τη μελέτη και τη διδασκαλία της μουσικής, να γίνουν αναγκαίες «βελτιώσεις» στη σημειογραφία, καθώς επίσης και «εισαγωγήν και ετέρας καταλλήλου γραφής προς χρήσιν του οργάνου». Εδώ η Επιτροπή εννοούσε μουσικό όργανο, το οποίο έπρεπε να κατασκευαστεί και να εισαχθεί στη διδασκαλία της μουσικής και ειδικά για τα «τονιαία διαστήματα». Ακόμη προτείνει να αποσαφηνιστεί το περιεχόμενο των σημείων της ποιότητας, προκειμένου να τεθεί φραγμός στην κατά το δοκούν ερμηνεία τους από τους ψάλτες[12]. Η Μουσική αυτή Επιτροπή του 1881 μετά από εργασίες τεσσάρων ετών από την πρώτη σύγκλισή της, με μεγάλα διαστήματα αδράνειας και επί πατριαρχίας τώρα του Ιωακείμ του Δ’, υποβάλλει το κύριο πόρισμά της ως Έκθεση στις 15.6.1885. Η Στοιχειώδης Διδασκαλία που συνέταξε και που αποτελεί και τη βάση της θεωρίας της εκκλησιαστικής μουσικής μέχρι σήμερα, υποβάλλεται χειρογράφως στον Πατριάρχη μαζί με την Έκθεσή της, όπως επίσης και τα πρακτικά εξήντα οκτώ συνολικά συνεδριάσεών της!. Η Στοιχειώδης Διδασκαλία όμως που υπέβαλλε το έτος αυτό, δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στην Εκκλησιαστική Αλήθεια μόλις το 1888, αφού εν τω μεταξύ έγινε και σύγκλιση άλλης Επιτροπής το 1887. Εκδόθηκε από το Πατριαρχικό Τυπογραφείο επί της Πατριαρχίας του Διονυσίου του Ε’ [13]. Η Επιτροπή επιμένει ότι το πνεύμα προόδου και νεωτερισμού οδήγησε και υπέδειξε ακόμη και «ως ανάγκην κοινωνικήν την μεταρύθμισιν της μουσικής εκείνης, δ’ ής οι πατέρες ημών ύμνουν τον Θεόν», παράλληλα την αποδέχεται ως «αισίως καρποφορήσαν», αποκαλώντας το έργο των τριών διδασκάλων «έργο μέγα». Η δε επιτροπή η οποία ως προελέχθη συγκλήθηκε το 1887 από τον Πατριάρχη Διονύσιο τον Ε’ είχε επισημάνει ότι «η ευκολία της γνώσεως» που έφερε η μεταρρύθμιση των τριών διδασκάλων, επέφερε «ως μη ώφειλε, παρά τοις διδασκομένοις την μουσικήν την αδιαφορίαν της πολυχρονίου ασκήσεως και μελέτης», προκαλώντας έτσι την παραμέληση και την αδιαφορία. Παρ’ όλες τις αντιδράσεις και τις αντιπαραθέσεις η νέα μέθοδος τυγχάνει γενικής αποδοχής, καθότι η χρήση της από τους ιεροψάλτες δεν αλλοιώνει την εκτέλεση των μελωδιών. Λίγα χρόνια μετά την μεταρρύθμιση, το 1820, τυπώνεται το πρώτο μουσικό βιβλίο στο Βουκουρέστι, το Αναστασιματάριο του Πέτρου, το δε έτος 1824 τυπώνεται το πρώτο μουσικό βιβλίο στην Πόλη από το ιδιωτικό τυπογραφείο του Ντε Κάστρο, το Ταμείο Ανθολογίας του Χουρμουζίου. Ακολουθεί το 1839 το τυπογραφείο του Αγιοταφιτικού Μετοχίου στην Πόλη, με τρείς εκδόσεις και εν συνεχεία το 1841, το Πατριαρχικό Τυπογραφείο, με το Δοξαστάριο του Κωνσταντίνου. Στη συνέχεια τα πολυάριθμα ιδιωτικά τυπογραφεία της Κωνσταντινούπολης, και αυτό του Πατριαρχείου συντελούν στην ταχεία διάδοση της νέας μεθόδου. Με παρέμβαση της Μεγάλης Εκκλησίας το έτος 1897, η Ψαλτική εισάγεται ως επίσημο μάθημα στα Σχολεία της στοιχειώδους εκπαίδευσης της Πόλης, ως μέρος του γενικού αναλυτικού προγράμματος των Σχολείων [14] .
Το έργο που επιτέλεσε η τελευταία στην Πόλη Μουσική Σχολή, αυτή του Εκκλησιαστικού Μουσικού Συλλόγου, στο πρώτο τέταρτο του 20ου αιώνα είναι τεράστιο και εφάμιλλο σε σημασία με αυτό της πρώτης Σχολής. Επί 26 έτη, από το 1899 έως το 1925 συνετέλεσε στην οριστική και αμετάκλητη καθιέρωση και αναγνώριση της νέας μεθόδου. Η Σχολή αυτή τέθηκε ευθύς εξ αρχής υπό την αιγίδα του Οικουμενικού Πατριαρχείου, υπήρξε συστηματική διδασκαλία με βάση τους Κανονισμούς, που ο Σύλλογος ενέκρινε και όλα τα μαθήματα διδάσκονταν βάσει αναλυτικού προγράμματος. Η κανονικά φοιτήσαντες λάμβαναν πτυχίο σε ειδική τελετή στην οποία παρευρίσκονταν ο Οικουμενικός Πατριάρχης. Η πρώτη αγγελία-πρόσκληση για την ίδρυση της μουσικής Σχολής, αλλά και του Συλλόγου, δημοσιεύτηκε στις καθημερινές εφημερίδες της Πόλης στις 28.1.1899. Οι πρώτοι απόφοιτοι της Μουσικής Σχολής, που είναι 12 τον αριθμό, παίρνουν τα Απολυτήριά τους στις 29 Ιουνίου του 1901, μετά από τις εξετάσεις του Μαΐου του ιδίου έτους σύμφωνα με τα καθιερωθέντα αφού είχαν φοιτήσει στη Σχολή επί τριετία. Στην τελετή παρευρίσκονταν εκτός του Πατριάρχη και οι πρεσβευτές της Ελλάδας και της Σερβίας, πολλοί προύχοντες και πλήθος κόσμου. Μέχρι το 1914 η λειτουργία της Σχολής του Συλλόγου στο διάστημα των δεκαπέντε περίπου ετών ήταν ικανοποιητική. Παρ’ όλες τις αντίξοες συνθήκες, λειτούργησε με μεγάλο αριθμό μαθητών, που ήταν κατά μέσο όρο 130 κάθε χρόνο. Σχεδόν όλοι οι απόφοιτοι αναλάμβαναν υπεύθυνα καθήκοντα ιεροψάλτου σε ναούς της Πόλης. Το Πατριαρχείο πολλές φορές με κόπο κράτησε εν ζωή τη λειτουργία της Μουσικής Σχολής. Το έτος αυτό έχουμε ανασύσταση της Σχολής και μέχρι το τέλος της λειτουργίας της έχουμε λιγότερους μεν μαθητές, συνεχή όμως διδασκαλία και ικανούς νέους αποφοίτους. Τα αναλυτικά προγράμματα σπουδών και οι Κανονισμοί ανανεώνονται διαρκώς. Τον Ιούνιο του 1919 δίνονται Απολυτήρια των τελειοδιδάκτων σε τελετή, που γίνεται στη Μεγάλη του Γένους Σχολή και για την οποία εκδόθηκαν ειδικές ατομικές προσκλήσεις [15]. Στην τελετή αυτή γιορτάζεται πανηγυρικά η εικοσαετία από την ίδρυση του Συλλόγου και της Σχολής, είναι δε η χρονιά, κατά την οποία παρουσιάζεται ένα πρωτότυπο εορταστικό Πρόγραμμα στη Σχολή. Το πρόγραμμα περιλαμβάνει, συν τοις άλλοις και την βράβευση ενός άσματος, που είχε κριθεί κατάλληλο μετά από διαγωνισμό, «εις τον Μέγαν Κυβερνήτην και Πρωθυπουργόν της Ελλάδος» και το οποίο είχε μελοποιηθεί από το γιό του Νηλέα, Βασίλειο Καμαράδο. Τους στίχους είχε γράψει η Κορνηλία Ταβανιώτη. Το τελευταίο σχολικό έτος είναι το 1924-1925. Στις αρχές του 1925 παύτηκαν από τις Αρχές, λόγω «ξένης υπηκοότητας», οι μουσικοδιδάσκαλοι και μετά από αυτή τη χρονολογία δεν αναφέρεται η λειτουργία της Σχολής. Καθ’ όλη την διάρκεια ι της λειτουργίας της συνέβη, ό, τι και με την πρώτη Σχολή: οι απόφοιτοι πτυχιούχοι διέδωσαν στον ελλαδικό χώρο και στη διασπορά την ψαλτική τέχνη όπως την είχαν διδαχτεί στην κοιτίδα της, στην Πόλη.
Συμπερασματικά και παραλληλίζοντας την λειτουργία των δύο αυτών σημαντικότερων Σχολών της νέας μεθόδου μπορούμε να πούμε ότι οι δύο αυτές Μουσικές Σχολές της ψαλτικής τέχνης, που λειτούργησαν υπό την αιγίδα της Μεγάλης Εκκλησίας στην Κων/πολη, η μεν πρώτη αμέσως μετά την μεταρρύθμιση από το 1815 έως το 1821, η δε τελευταία από το 1899 μέχρι το 1925 και οι οποίες έπαψαν να λειτουργούν με παρέμβαση των Αρχών, διέδωσαν με θαυμαστό και συστηματικό διδακτικό έργο τη μέθοδο αυτή, συμβάλλοντας ουσιαστικά στην οριστική καθιέρωσή της. Ξεπερνά τα όρια της Πόλης το έργο τούτων των Σχολών, καθότι οι απόφοιτοι αυτών -εν μέσω χαλεπών καιρών για το Γένος και στις δυο περιπτώσεις- διδάσκουν και προωθούν την ψαλτική τέχνη στην Ελλάδα, στις κυριότερες ρωμαίικες παροικίες του εξωτερικού, αλλά και στους ομόδοξους λαούς. Η καθεαυτού αποδοχή της νέας μεθόδου που θεσπίζεται το 1814-15 επιτυγχάνεται σταδιακά -παρ’ όλες τις κατά καιρούς αντιδράσεις- μέσα στα επόμενα 110 χρόνια. Κατά τη διάρκεια αυτού του χρονικού διαστήματος θεμελιώνεται σταθερά και αμετάκλητα η νέα εκκλησιαστική μουσική παράδοση των ορθόδοξων λαών, με την συνεχή μέριμνα του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Δρ. Αντώνιος Χατζόπουλος, Κωνσταντινούπολη, Οκτώβριος 2014.
_____________________________________________________________________
[1]Ήδη από την εποχή του Ι. Κουκουζέλη (14ος αι.), είχε παγιωθεί η κωνσταντινουπολίτικη παράδοση της ψαλτικής, Αντ. Αλυγιζάκη, Τοπικοί ιδιωματισμοί στο Λειτουργικό μέλος, Ανάτυπο, Θεσσαλονίκη, 1993, σελ.208-209.
[2] Μ. Γεδεών, Πατριαρχικά Γράμματα, Εν Κωνσταντινουπόλει, 1896, σελ.43-44.
[3]Κατάγονταν από την Αδριανούπολη. Συναριθμήθηκε στους Αγίους της Εκκλησίας μας και διακρίθηκε στο εκδοτικό και συγγραφικό έργο, βλ. Τάκη Τσονίδη, Κύριλλος ο Στ’, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, 1813-1818, Ορεστιάς, 1984 και δεύτερη έκδοση Ορεστιάς, 1986.
[4]Χουρμουζίου Γεωργίου, (Αυτόγραφο στην ΕΒΕ), Εισαγωγή εις το Θεωρητικόν και Πρακτικόν της Εκκλησιαστικής Μουσικής κατά την νέαν της Μουσικής Μέθοδον, Κωνσταντινούπολις, 1829.
[5] Constantin Floros, Einführüng in die Neumenkunde, Wilhelmshaven, 1980.
[6]Σχεδόν επί τετρακόσια χρόνια μετά την εφεύρεση της τυπογραφίας, τα μουσικά βιβλία έπρεπε να αντιγράφονται (μέχρι το 1820).
[7]Λ. Ψαλτόπουλου, Οι τρεις δυνατοί και το δημιούργημά τους, Απ. Ανδρέας, Κων/πολη, 23.3.1960.
[8]Ο Κύριλλος απαγχονίστηκε μετά από εντολή της Πύλης από ένα παράθυρο του μητροπολιτικού μεγάρου στην Αδριανούπολη, στις 18 Απριλίου του 1821, Τ. Τσονίδη, Κύριλλος ο Στ’, σελ.68.
[9]Ο Διονύσιος απαγχονίστηκε από τους Τούρκους στο γνωστό Μπαλούκπαζαρ (=Ιχθυαγορά) της Πόλης, Πέτρου Α. Γεωργαντζή, Οι Αρχιερείς και το εικοσιένα, Ξάνθη, 1985, σελ. 291.
[10]Είχε υποβάλλει έκθεση στον Πατριάρχη το 1880. Δ. Πασπαλλή, Το ζήτημα της εκκλησιαστικής μουσικής, Ε.Α.12 (1887-1888), σελ. 177 και 178.
[11] Π. Κηλτζανίδου, Προυσαέως, Διατριβαί περί της Ελληνικής Εκκλησιαστικής Μουσικής, Εν Κωνσταντινουπόλει, Τύποις Αν. Αστέρος, 1879, σελ.12, 17.
[12] Ανωνύμου, Η περί της Εκκλησιαστικής Μουσικής μέριμνα, Ε.Α.2(1881), σελ. 48.
[13]Στοιχειώδης Διδασκαλία της Εκκλησιαστικής Μουσικής εκπονηθείσα επί τη βάσει του Ψαλτηρίου υπό της Μουσικής Επιτροπής του Οικουμενικού Πατριαρχείου εν έτει 1883, Εκ του Πατριαρχικού Τυπογραφείου, 1888 .
[14]Αναλυτικόν Πρόγραμμα των Αστικών Σχολών των Αρρένων και των θηλέων της Αρχιεπισκοπής Κωνσταντινουπόλεως, Εν Κωνσταντινουπόλει, 1897, Εκ του Πατριαρχικού Τυπογραφείου.
[15]Ο εν Κωνσταντινουπόλει Εκκλησιαστικός Μουσικός Σύλλογος, (Πρόγραμμα τελετής της εικοσαετηρίδος του ΕΜΣ και επιδόσεως των Απολυτηρίων), Κωνσταντινούπολις, 1919.