ΓΕΡΜΑΝΟΥ ΑΦΘΟΝΙΔΗ, ΔΟΚΙΜΙΟΝ (ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ)

 

Αποσπάσματα από μια πραγματεία (1876) του Γερμανού Αφθονίδη αρχικά γραμμένη στα γαλλικά

(βλ. όλο το κείμενο στο περιοδικό Μουσικός Λόγος, τ. 5, 2003)

Ἡ ἀρχαία σημειογραφία τῆς ἐκκλησιαστικῆς μουσικῆς ἀποτελοῦσε ἕνα συνεπτυγμένο σύστημα, σύμφωνα μὲ τὸ ὁποῖο ἕνα ἁπλὸ μουσικὸ σημάδι ἐξέφραζε ὁλόκληρη φράση, ὁλόκληρη περίοδο, ὁλόκληρη μουσικὴ ἰδέα. Ὄφειλε ὁ μαθητὴς νὰ ἀποστηθίσει τὴ μελωδία ποὺ ἀντιστοιχεῖ σὲ κάθε σημάδι καὶ νὰ τὴν κρατήσει ζωντανὴ στὴ μνήμη. Τὰ διαστήματα τῶν φθόγγων, σὲ κάθε ἦχο δὲν ἦσαν προσδιορισμένα, τὰ μάθαινε κανεὶς μέσῳ τῆς προφορικῆς παραδόσεως. Συνακόλουθα, ἔπρεπε νὰ ἔχει ὁ μαθητὴς πολὺ ἐξασκημένη ἀκοὴ γιὰ τὴν ἀκριβῆ ἀντίληψη καὶ ἐκτέλεση τῆς μελωδίας. ῾Η ἔλλειψη ἑνὸς κατάλληλου μουσικοῦ ὀργάνου στὴ διδασκαλία καθιστοῦσε τὸ ἔργο ἀκόμα δυσκολότερο καὶ δὲν διστάζω νὰ πῶ ὅτι σ᾿αὐτὸ ὀφείλεται ἡ αἰτία τῆς βαθμιαίας παρακμῆς τῆς μουσικῆς μας. Κι ὅμως, αὐτὸ τὸ ἐλάττωμα ἡ ἀρχαία μέθοδος τὸ ἀναπλήρωνε μὲ μιὰ μακροχρόνια διδασκαλία, κατὰ τὴν ὁποία ἡ παράδοση εἶχε τὸν χρόνο νὰ ριζώσει μέσα στὸν μαθητὴ καὶ νὰ τοῦ γίνει δεύτερη φύση. ῾Ο μαθητὴς ἐξοικειωνόταν μὲ τὰ διάστηματα τῶν φθόγγων τοῦ κάθε ἤχου καὶ τὰ ἐκτελοῦσε χωρὶς νὰ σκέπτεται, μὲ αὐτόματο τρόπο, χωρὶς ἐπιστημονικὴ ἀντίληψη ἀλλὰ πιστὰ καὶ μὲ ἀκρίβεια. Στὴν πραγματικότητα ὅμως, ὁ μαθητὴς ἐξοικειωνόταν μὲ τὰ διαστήματα περισσότερο μέσῳ τῶν γνώσεων ποὺ εἶχε ἀποκτήσει παιδιόθεν καὶ μέσῳ τῆς καθημερινῆς τριβῆς, παρὰ μέσῳ αὐτῆς τῆς μακροχρόνιας διδασκαλίας.                                                                                                                

῏Ηλθε ὅμως μιὰ ἐποχὴ ποὺ τρεῖς ὑμνογράφοι ἔβαλαν λογισμὸ νὰ βελτιώσουν αὐτὴν τὴ διδασκαλία. ᾿Επιδιώκοντας τὴν ἁπλοποίηση καὶ τὴ διευκόλυνση τῆς διδασκαλίας ἀλλὰ καὶ τὴ συντόμευση τοῦ χρόνου ποὺ ἀπαιτοῦσε, παραμέλισαν τὴν παράδοση, ἡ ὁποία μόνη εἶχε διατηρήσει καὶ μεταδώσει τὸ μέλος, καὶ ἐπενόησαν ἕνα ἐξελιγμένο σύστημα σύμφωνα μὲ τὸ ὁποῖο κάθε σημάδι ἀντιστοιχεῖ σ᾿ ἕναν μόνο φθόγγο. ᾿Ανατρέχοντας μέχρι τὶς ἀρχαῖες πηγές [ἐννοεί εδώ τις αρχαιοελληνικές], πίστευαν πὼς ἀνακάλυψαν τὶς σωστὲς ἀναλογίες μεταξὺ τῶν ἤχων τῆς ψαλμωδίας καὶ τῶν τρόπων τῶν ᾿Αρχαίων. Βασιζόμενοι ἀφ᾿ ἑνὸς σὲ ἀφθαίρετες εἰκασίες, καὶ ἀφ᾿ ἑτέρου σὲ ἐσφαλμένους μαθηματικοὺς καὶ ἀριθμητικοὺς ὑπολογισμούς, τοὺς ὁποίους ἄντλησαν ἀπὸ τὶς θεωρίες τοῦ Εὐκλείδη, τοῦ Πυθαγόρα, τοῦ Πτολεμαίου καὶ ἄλλων, προσδιόρισαν μὲ τρόπο ὄχι ἐπανακριβῆ τὰ διαστήματα τῶν φθόγγων τοῦ κάθε ἤχου.

Ἡ διαίρεση τῆς κλίμακας σὲ 68 τμήματα εἶναι ἀκατανόητη, ἀλλὰ πολὺ περισσότερο ἀκατανόητος εἶναι ὁ προσδιορισμὸς τῶν διαστημάτων 3/68, 4/68, 7/68, 9/68, 12/68, 13/68 κλπ. Ποιὸ ἀνθρώπινο αὐτὶ ἄραγε εἶναι ἱκανὸ νὰ ἀντιληφθεῖ αὐτὰ τὰ διαστήματα καὶ νὰ διακρίνει τὸ 3/68 ἀπὸ τὸ 4/68, ἢ τὸ 12/68 ἀπὸ τὸ 13/68, καὶ ποιὸς λάρυγγας δύναται νὰ τὰ ἐκτελέσει; Ἀλλὰ τὸ πιὸ περίεργο εἶναι ὅτι ἄλλοι μουσικοδιδάσκαλοι ἀνακάλυψαν ἐκ τῶν ὑστέρων ὅτι οἱ προσδιορισμοὶ αὐτοὶ ἦσαν ἀνακριβεῖς καὶ εἰσήγαγαν οἱ ἴδιοι στὴ θεωρία τὰ διαστήματα 8/68, 14/68, 15/68, 17/68. Μὲ ποιὸν τρόπο ἄραγε ἐκτίμησαν αὐτὲς τὶς ὑποδιαιρέσεις καὶ πείσθηκαν πὼς ἡ φωνητικὴ ἀπόδοση μιᾶς τέτοιας τονικότητας ἦταν μαθηματικὰ ἀκριβῆς; Δὲν θὰ σημειώσω ὅλα τὰ ἄτοπα τῆς Νέας Μεθόδου. Θὰ περιοριστῶ στὴν ἔκθεση μιᾶς θεωρίας ποὺ ἀπορρέει ἀπὸ τὴν ἐπιστήμη καὶ τὴν ὁποία θεωρῶ κοινὴ σὲ κάθε μουσική· ἐννοῶ τὴν πενταφωνία. Ὄντως, τὴν πενταφωνία τὴν υἱοθέτησε ἡ ἐπιστήμη, ὄχι μόνον ὡς βάση τοῦ ἁρμονικοῦ συστήματος ‐ τὸ ὁποῖο ἡ νέα εὐρωπαϊκὴ τέχνη ἔχει ἀναπτύξει στὸν ὕψιστο βαθμό ‐ ἀλλὰ ἐπίσης ὡς κανόνα γιὰ τὴ διαίρεση ὁλόκληρης τῆς κλίμακας σὲ 12 ἴσα διαστήματα. Πρόκειται γιὰ ἕνα μέτρο ποὺ ἡ ἴδια ἡ φύση μᾶς δίνει, μιὰ συνάφεια καὶ μιὰ ἀναλογία μεταξὺ δύο φθόγγων, ἔμφυτες σὲ κάθε εὐαίσθητο αὐτί. ῾Η πενταφωνία αὐτὴ ἐκφράζεται, στὰ πλαίσια τοῦ εὐρωπαϊκοῦ συστήματος, μὲ τὴν ἀναλογία 7:12 ἢ 7/12 τῆς κλίμακας, ἀναλογία μαθηματικὰ ἀκριβῆς. Σύμφωνα μὲ τὸ σύστημα τῶν τριῶν νεωτεριστῶν διδασκάλων, αὐτὴ ἡ πενταφωνία, ἂν ἐξεταστεῖ ἀπόλυτα, ἀπέχει ἀπὸ τὴ μαθηματικὴ ἀκρίβεια ὅσο τὸ 40/68 ἀπὸ τὸ 7/12, καὶ σὲ σχέση μὲ τὴ διακύμανση τῶν διαστημάτων μέσα στοὺς ὀκτὼ ἤχους, παρατηροῦμε πὼς αὐξομειώνεται κατὰ τὸ δοκοῦν τῶν τριῶν νομοθετῶν. Στὸν δεύτερο ἦχο, π.χ., τὸ διάστημα προσδιορίζεται ὡς 38/68, καὶ στὸν ἦχο τὸν βαρύ ‐ τὸν ὁποῖον οἱ μουσικοί μας ἀποκαλοῦν ἐναρμόνιο ‐ ὡς 49/68, τὴ στιγμὴ ποὺ ἡ ἀκουστικὴ ἐμπειρία καὶ ἡ ἐπαλήθευση πάνω στὸ ὄργανο παρέχουν ἀκριβῶς τὸ ἴδιο διάστημα γιὰ ὅλους τοὺς ἤχους, δηλαδὴ 7/12. ῾Η ἴδια αὐθαιρεσία παρατηρεῖται στὸν προσδιορισμὸ τῆς τρίτης μείζονος. Στὸν τρίτο ἦχο, π.χ., τὸ διάστημα μεταξὺ τῆς βάσης καὶ τῆς τρίτης προσδιορίζεται ὡς 24/68 καὶ στὸν πλάγιο τοῦ τετάρτου ὡς 21/68, ἐνῷ ἡ ἀκουστικὴ ἐμπειρία παρέχει τὰ ἴδια ἐντελῶς διαστήματα γιὰ τοὺς δύο ἤχους, δηλαδὴ 4/12.

Εἶναι ἀλήθεια ὅτι αὐτὴ ἡ αὐθαίρετη νομοθεσία δὲν ἔβλαψε ἄμεσα τὸ μέλος διότι δὲν υἱοθετήθηκε ποτὲ ὡς κανόνας γιὰ τὴν ἐκτέλεση, οὔτε στὴν πράξη οὔτε στὴ διδασκαλία. Οἱ προσδιορισμοὶ καὶ οἱ ἀναλογίες τῶν φωνητικῶν διαστημάτων παραμένουν καταχωρημένοι στὰ βιβλία ἁπλὰ ὡς θεωρίες ἐντελῶς ἄχρηστες γιὰ τὴν πράξη, διότι εἶναι ἀδύνατον νὰ χρησιμοποιηθοῦν ἢ νὰ ἐφαρμοστοῦν. Ἡ διδασκαλία ὅμως ἐξακολουθεῖ νὰ ἔχει ὡς θεμέλιο τὴ φωνητικὴ παράδοση, μὲ τὴν ἑξῆς διαφορὰ ὅτι ἀντὶ τῶν συνοπτικῶν σημαδίων, τῶν ὁποίων ἡ ἀποστήθιση ἀπαιτεῖ χρόνια, ἐπινοήθηκαν διάφορα σημάδια ποὺ δείχνουν τὴν ἀνάβαση καὶ τὴν κατάβαση τῶν φθόγγων, καθὼς καὶ ὁρισμένες βασικὲς διαιρέσεις τοῦ χρόνου. Ὡστόσο, οὔτε ἡ παρασημαντικὴ οὔτε ἡ παλαιὰ θεωρία παρέχουν πληροφορίες γιὰ τὴν ὄντως ἀπόσταση ἀνάμεσα σ᾿ ἕναν φθόγγο καὶ τὸν προηγούμενό του, οὔτε προσδιορίζουν τὰ τονιαῖα διαστήματα τοῦ κάθε ἤχου. Ἡ παράδοση μονάχα εἶναι ἱκανὴ νὰ τὸ κάμει. Τὰ θεμέλια τοῦ μέλους βρίσκονται στὴ μνήμη τοῦ ψάλτη. ᾿Επειδὴ ἕνα μέλος δύναται νὰ ἐκτελεῖται δίχως καμμία ἀλλαγὴ στὴ γραφή, σὲ ὅλους τοὺς ὀκτὼ ἤχους, πρέπει νὰ σημειωθεῖ, στὴν ἀρχὴ τοῦ κάθε μέλους, σὲ ποιὸν ἦχο ὀφείλει νὰ ψάλλεται.

Τὸ καινούργιο σύστημα ἔχει ὄντως διευκολύνει τὴ μέθοδο διδασκαλίας, ἀπέχει ὅμως ἀπὸ τὸ παλαιὸ ὅπως τὸ ἀκατέργαστο ὑλικὸ ἀπὸ τὸ ὁλοκληρωμένο οἰκοδόμημα, ἢ τὰ γράμματα τοῦ ἀλφαβήτου ἀπὸ τὸ νόημα τῆς φράσεως. ῾Η ἐκμάθηση αὐτοῦ τοῦ συστήματος εἶναι πολὺ εὔκολη. Σ᾿ ἕνα ἐλάχιστο χρονικὸ διάστημα γίνεται κανεὶς τέλειος μουσικός. Ἀλλὰ ἡ παράδοση, ὅπως σημείωσα προηγουμένως, δὲν ἔχει τὸν ἀπαιτούμενο χρόνο γιὰ νὰ ριζώσει στὸ νοῦ καὶ τὴν ἀκοή. Δὲν τηρεῖται ἡ ἴδια ἀκρίβεια τῆς τονικότητας καὶ ἡ διάκριση μεταξὺ τῶν ἤχων συνίσταται περισσότερο στὴ γραμμὴ ποὺ ἀκολουθεῖ τὸ μέλος παρὰ στὰ διαστήματα τῶν φθόγγων. Πόσες φορὲς δὲν συμβαίνει νὰ ἀκοῦμε ψάλτες, καὶ μάλιστα ἀπὸ τοὺς καλύτερους, καὶ νὰ μὴ μποροῦμε νὰ διακρίνουμε ἐὰν ψάλλουν στὸν δεύτερο ἦχο, στὸν πλάγιο τοῦ δευτέρου, στὸν πλάγιο τοῦ τρίτου ἢ στὸν πλάγιο τοῦ τετάρτου, καὶ οὕτω καθεξῆς. Βλέπουμε λοιπὸν πῶς ἡ μέθοδος τῶν τριῶν διδασκάλων, μὲ τὴ συντόμευση τοῦ ἀπαιτούμενου χρόνου διδασκαλίας, ἄρχισε νὰ γκρεμίζει τὴν παράδοση. Ἡ παράδοση χάνεται. Ἂς δηλώσουν οἱ ἀληθινοί μας μουσικοδιδάσκαλοι, ἐκεῖνοι ποὺ διακατέχονται ἀπὸ ζῆλο γιὰ τὴν ἱερὴ αὐτὴ τέχνη, ἂν ἡ ἀκεραιότητα τοῦ μέλους, ὅσον ἀφορᾶ στὴν ἀκρίβεια τῶν διαστημάτων, διατηρεῖται σήμερα μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ὅπως πρὶν ἀπὸ τριάντα ἢ σαράντα χρόνια, ὅταν μερικοὶ διδάσκαλοι τῆς ἀρχαίας μεθόδου ἦσαν ἀκόμα ἐν ζωῇ. Τοὺς παρακαλῶ νὰ ὁμολογήσουν εἰλικρινὰ ἂν οἱ ψάλτες ποὺ διακρίνονται γιὰ τὴν ἀκρίβεια τῆς τονικότητας δὲν εἶναι ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι, ἐνῷ διδάχθηκαν σύμφωνα μὲ τὴ νέα Μέθοδο, εἶχαν ἀκόμα τὴν εὐκαιρία νὰ μαθητεύσουν κοντὰ στοὺς διδασκάλους τῆς ἀρχαίας μεθόδου, ποὺ μέχρι πρό τινος ἀποτελοῦσαν ταμιευτῆρες μιᾶς μουσικῆς ποὺ χάνεται. (…)

Οἱ μουσικοδιδάσκαλοι ἔχουν πρόσφατα σχηματίσει κλίμακες γιὰ τὸν καθένα ἀπὸ τοὺς ὀκτὼ ἤχους. Θεωρῶ αὐτὸ τὸ ἔργο ἄσκοπο. Οἱ ἀρχαῖοι μουσικοὶ [οἱ χρῆστες δηλαδὴ τῆς παλαιᾶς σημειογραφίας] ἀγνοοῦσαν αὐτὴ τὴ θεωρία. Φαινομενικά, ἔχει τὸ πλεονέκτημα νὰ προσαρμόζει τὴν τέχνη μας στὸ εὐρωπαϊκὸ μουσικὸ σύστημα μὲ ἕναν σύμμετρο καθορισμὸ τῶν φθόγγων. Δὲν ἐφαρμόζεται ὅμως σχεδὸν ποτέ, διότι καμμία ἐκκλησιαστικὴ μελωδία, ἀκόμη καὶ ἂν δὲν ἀλλάζει ἦχο, δὲν ἀκολουθεῖ τὰ τονιαῖα διαστήματα ὅπως αὐτὰ εἶναι καθορισμένα στὰ πλαίσια τῆς διαπασῶν. Τὸ παλαιὸ σύστημα γνώριζε μόνο τὰ τετράχορδα καὶ τὰ πεντάχορδα, πράγμα ποὺ σημαίνει ὅτι ἕνα μέρος τοῦ ἤχου περιλαμβανόταν σὲ τέσσερες ἢ πέντε φθόγγους, καὶ ὅταν τοὺς ὑπερέβαινε, εἴτε ὑψηλότερα εἴτε χαμηλότερα, εἰσερχόταν σ᾿ ἕναν ἄλλο ἦχο. ῍Η μᾶλλον τίποτα δὲν δείχνει πὼς ὑπῆρχε μιὰ γενικὴ τονικότητα πέρα ἀπὸ τὸ τετράχορδο ἢ τὸ πεντάχορδο (…).

Αποσπάσματα από άλλη πραγματεία του Γερμανού Αφθονίδη (Δοκίμιον περὶ τῆς ἑλληνικῆς ἱερᾶς μουσικῆς κατʹ ἀντιπαράθεσιν πρὸς τὴν εὐρωπαϊκὴν, ὑπὸ τὴν ἔποψιν τῆς τέχνης, Χρόνος, ΚΠ 1877):

(…)

Ἡ διαίρεση ὁλόκληρης τῆς ὀκταφωνίας καὶ τὸ σύστημα τῶν κλιμάκων εἰσήχθησαν προσφάτως στὴν ἐκκλησιαστικὴ μουσική. Κάθε ἦχος περιστρέφεται ἐντὸς ἑνὸς ὁρισμένου κύκλου φθόγγων, κυρίως ἐντὸς μιᾶς πενταφωνίας. Σύμφωνα μὲ τὸ σύστημα τοῦ τροχοῦ, οἱ ὁρισμοὶ τῶν φθόγγων διατυπώνονται ἀπὸ τὸ ἀπήχημα.

Σύμφωνα μὲ τὸν γενικὸ χαρακτήρα τῆς ἱερῆς μουσικῆς, τὸ μέλος ἀπαρτίζεται ὄχι ἁπλῶς ἀπὸ φθόγγους ἀλλ᾿ ἀπὸ μουσικὲς ἰδέες καὶ φράσεις, ὅπως τὸ ἀποδεικνύει ἡ ἀρχαία συνεπτυγμένη γραφή.

῾Η ἀναλυτικὴ ἢ νέα μέθοδος ἁπλοποίησε καὶ διευκόλυνε τὴν τέχνη ἀλλὰ ἀφήρεσε ἀπὸ τὸ ἱερὸ μέλος τὸν ὑψηλὸ καὶ ἀφηρημένο καὶ αἰθέριο χαρακτήρα του.

(…)

 

Γερμανός Αφθονίδης, αρχιμανδρίτης Σιναΐτης, εγκρατέστατος της εκκλησιαστικής μουσικής, της ευρωπαϊκής και της εξωτερικής, δεξιώς χειριζόμενος και διάφορα μουσικά όργανα. Υπήρξεν εκ των αρίστων τροφίμων της εν Ξηροκρήνη Μεγάλης του Γένους Σχολής, σχών φίλον συμμαθητήν προς τοις άλλοις και τον επιζώντα ερασιτέχνην μουσικολόγον Λεωνίδαν Νικοκλήν. Τω 1875 παθών αμαύρωσιν των οφθαλμών εν Λονδίνω μετά πολλής της καρτερίας υπέμεινε το δεινόν πάθημα, ευρίσκων αρκούσαν παραμυθίαν εν τη καλλιεργεία της ποιήσεως και της μουσικής, ων εγένετο λάτρις ένθεος. Διεκρίνετο επί ευρεία παιδεία και συγγραφική ικανότητι, συγγράψας την ιστορίαν του Σινά και εκδούς «Τα μετά την άλωσιν» του Υψηλάντου. Πεπροικισμένος υπό σπανίας ευφυΐας εξυπηρέτησε σπουδαίως τα συμφέροντα της Εκκλησίας, ιδία περί του ζητήματος των εν Ρουμανία μοναστηριακών κτημάτων των αγίων Τόπων προκειμένου ου μόνον ως μέλος και γραμματεύς εκκλησιαστικών επιτροπών, αλλά και δια σειράς εμβριθών άρθρων δημοσιευθέντων εν τη «Εκκλησιαστική Αληθεία». Προς τούτοις ο Αφθονίδης εγκρατέστατος της τε ρουμανικής και της γαλλικής γλώσσης ων, εν μέρει δε και της αγγλικής, μετέφρασεν εις την γαλλικήν διάφορα υπομνήματα των αγίων Τόπων ως και πάσαν την μεταξύ του Οικουμενικού Πατριαρχείου και των λοιπών ενδιαφερομένων σχετικήν αλληλογραφίαν, καταστάς αυτός η ψυχή του πολυθρυλλήτου τούτου ζητήματος. Εις αυτόν εξόχως οφείλεται το επί της α' πατριαρχείας του παναγιωτάτου Ιωακείμ του Γ' κατασκευασθέν μουσικόν όργανον «Ψαλτήριον». Εδημοσίευσε τω 1872 την εν τω Ημερολογίω ο «Χρόνος Κωνσταντινουπόλεως» περί Μουσικής αξιόλογον πραγματείαν υπό τον τίτλον «Δοκίμιον περί της ελληνικής ιεράς μουσικής κατ’ αντιπαράθεσιν προς την ευρωπαϊκήν υπό την έποψιν της τέχνης». Αξιοσπούδαστος κρίνεται και η τω 1894 συζήτησις διά των εφημερίδων Κων/πόλεως μεταξύ του διαπρεπεστάτου τούτου κληρικού μουσικού και του μουσικολόγου Γεωργίου Παχτίκου «Περί του εις τον Απόλλωνα ύμνου». Τον Αφθονίδην πάσαι αι αγιώταται Εκκλησίαι της Ανατολής ετίμησαν και εξετίμησαν, ιδία δε oι πατριάρχαι Κων/πόλεως και Ιεροσολύμων, και ιδιαίτατα διά θερμής περιέβαλε συμπαθείας εκτιμών τας γνώσεις και την περί τα εκκλησιαστικά σπανίαν πείραν του ανδρός και ο εν Χάλκη εφησυχάζων μακαριώτατος πατριάρχης πρώην Ιεροσολύμων Νικόδημος. Απεβίωσεν εν Χάλκη τω 1895 εν ηλικία 72 ετών, εγκωμιασθείς πρεπόντως εν επικηδείω λόγω διά της αριστοτέχνου γραφίδος του Ιωάννου Τανταλίδου, αρχιγραμματέως του α΄ πατριαρχικού γραφείου.