Κυριακὴ ΙΑ’ Ματθαίου, Κήρυγμα 2025

(Ματθ. 18, 23-35)

Εἰς τὸ ὄνομα…

Η ΜΑΚΡΟΘΥΜΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ.

«Μακροθύμησον ἐπʼ ἐμοί…» (Ματθ. 18, 29)

ΑΚΟΥΣΑΤΕ, ἀγαπητοί μας Χριστιανοί, τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο. Εἶνε ἡ παραβολὴ τοῦ ὀφειλέτου μυρίων ταλάντων.

Στὴν παραβολὴ εἴδαμε ἕνα ἀξιοθρήνητο θέαμα. Εἴδαμε ἕνα δοῦλο τῆς ἀρχαίας ἐποχῆς νὰ ὁδηγῆται μπροστὰ στὸν κύριό του. Εἴδαμε νʼ ἀνοίγουν τὰ διαχειριστικὰ βιβλία, στὰ ὁποῖα ἦταν καταχωρισμένα τὰ διάφορα ποσά, ποὺ ὁ δοῦλος κατὰ καιροὺς πῆρε σὰν δάνειο ἀπὸ τὸν κύριο, ποτὲ ὅμως δὲν φιλοτημήθηκε νὰ δώση κάτι ἀπέναντι τοῦ χρέους του. Καὶ τὸ χρέος βρέθηκε ὅτι ἀνερχόταν στὸ τεράστιο ποσὸ τῶν 10.000 ταλάντων. Καὶ τὸ ποσὸ τῶν 10.000 ταλάντων ἰσοδυναμοῦσε μὲ ἔξι δισεκατομμύρια εὐρώ, ποσὸ ποὺ προκαλεῖ ἴλιγγο. Ὁ δοῦλος, ὅταν ἄκουσε τί χρωστοῦσε στὸν κύριό του, τὸν ἔπιασε φόβος καὶ τρόμος. Ἦταν ἀδύνατο μόνος του νὰ ἐξοφλήση τὸ ὑπέρογκο αὐτὸ ποσό, καὶ σὰν χρεώστης θὰ περίμενε νὰ κλειστῆ ἰσόβια στὴν φυλακὴ σὰν καταχραστής. Γιʼ αὐτὸ ἔπεσε στὰ πόδια τοῦ κυρίου του καὶ θερμὰ τὸν παρακαλοῦσε νὰ μὴν τὸν ρίξη στὴ φυλακή. Ἔδινε ὑπόσχεσι, πὼς θὰ τοῦ ἐπέστρεφε τὰ χρήματα, ὑπόσχεσι ποὺ ἦταν ἀδύνατο νὰ ἐκπληρωθῆ. Ἀξιοθρήνητο τὸ θέαμα τοῦ δούλου ἐκείνου.

Ἀλλʼ ἄς δοῦμε τί ἔκανε ὁ κύριος. Διέταξε νὰ τὸν ρίξουν στὴ φυλακή; Ὄχι. Ὄχι μόνο δὲν διέταξε νὰ τὸν ρίξουν στὴ φυλακή, ἀλλὰ καὶ τοῦ χάρισε ὅλο τὸ χρέος. Ὁ δοῦλος, ποὺ δὲν περίμενε μιὰ τέτοια δωρεά, ἔμεινε κατάπληκτος καὶ δὲν εὕρισκε λόγια νὰ εὐχαριστήση τὸν κύριό του. Ἀλλὰ περίεργο! Αὐτὸς ὁ δοῦλος, στὸν ὁποῖο ὁ κύριός του τοῦ χάρισε δισεκατομμύρια, δὲν χάρισε σὲ κάποιο σύνδουλό του οὔτε… ἑκατὸ εὐρώ!

Παραβολὴ εἶνε τὸ σημερινὸ Εὐαγγέλιο. Ποιός εἶνε ὁ δοῦλος, ποὺ βρέθηκε νὰ χρωστάη τὸ ἰλιγγιῶδες ποσὸ τῶν μυρίων ταλάντων; Εἶνε ὁ ἄνθρωπος, κάθε ἄνθρωπος. Εἶνε ὁ ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος. Τὸ χρέος τὸ μεγάλο εἶνε τὸ πλῆθος τῶν ἀνθρωπίνων ἁμαρτιῶν. Αὐτὸ βέβαια προκαλεῖ κατάπληξι σὲ ἕναν ποὺ ἀγνοεῖ τὸν ἑαυτό του ἠθικῶς καὶ θρησκευτικῶς. Ἀλλὰ ἕνας ποὺ ἔχει τὸ «Γνῶθι σαυτόν», ἕνας δηλαδὴ ποὺ ἐξετάζει τὸν ἑαυτό του καὶ καθρεφτίζεται μέσα στὸν κρυστάλλινο καθρέφτη ποὺ λέγεται Νόμος τοῦ Θεοῦ, αὐτὸς βλέπει ὅτι οἱ ἁμαρτίες του δὲν εἶνε λίγες, ἀλλὰ πολλές, ὅπως τὸ χρέος τοῦ δούλου τῆς παραβολῆς. Εἶνε ὅση καὶ ἡ ἄμμος τῆς θάλασσας.

Δὲν εἶνε μόνο οἱ ἐξωτερικὲς ἁμαρτίες, ὅπως ἡ κλοπή, ὁ φόνος, ἡ πορνεία, ἡ μοιχεία, καὶ κάθε ἄλλο κακὸ ποὺ φαίνεται. Εἶνε καὶ οἱ ἐσωτερικὲς ἁμαρτίες. Ἁμαρτίες ποὺ γίνονται μέσα στὰ βάθη τῆς ψυχῆς καὶ δὲν φαίνονται ἐξωτερικά. Καὶ ὁ ἄνθρωπος ποὺ δὲν κάνει ἐξωτερικὲς ἁμαρτίες φαίνεται στὰ μάτια τῶν ἄλλων σὰν ἅγιος. Ἀλλʼ ἀλλοίμονο! Τί κακία κρύβεται στὰ βάθη τῆς ψυχῆς τῶν ἀνθρώπων! Κρύβεται ἕνας ὁλόκληρος κόσμος πονηρῶν διαλογισμῶν, αἰσχρῶν σκέψεων, ἁμαρτωλῶν ἐπιθυμιῶν. Αὐτὸ κάνει τὸν ἁμαρτωλὸ ἄνθρωπο, ποὺ βλέπει καὶ αἰσθάνεται τὴν ἁμαρτωλότητά του, νὰ λέη μαζὶ μὲ τὸ Δαυΐδ˙ «Αἱ ἀνομίαι μου ὑπερῆραν τὴν κεφαλήν μου, ὡσεὶ φορτίον βαρὺ ἐβαρύνθησαν ἐπʼ ἐμέ», «Οι ανομίες μου σωρεύτηκαν ψηλότερα απ’ το κεφάλι μου· καθώς φορτίο βαρύ με καταπιέζουν» (Ψαλμ. 37, 5).

Ὁ χρεώστης δοῦλος εἶνε εἰκόνα κάθε ἁμαρτωλοῦ ἀνθρώπου. Καὶ ὅπως ὁ δοῦλος ἐκεῖνος, παρʼ ὅλες τὶς ὑποσχέσεις του, ἦταν ἀδύνατο νὰ ξοφλήση τὸ χρέος του, ἔστω κι ἄν ζοῦσε χίλια χρόνια πάνω στὴ γῆ, ἔτσι κι ὁ ἁμαρτωλὸς ἄνθρωπος. Παρʼ ὅλες τὶς τυχὸν ὑποσχέσεις ποὺ δίνει στὸ Θεό, δὲν μπορεῖ μόνος του, μὲ τὶς δικές του δυνάμεις, νὰ ξοφλήση τὸ τεράστιο χρέος τῶν ἁμαρτιῶν του. Τὸ εἴπαμε καὶ ἄλλοτε, τὸ ἐπαναλαμβάνουμε καὶ τώρα˙ Χίλια χρόνια νὰ ἀσκητεύη κανεὶς μέσα σὲ μιὰ σπηλιά, μόνος του δὲν μπορεῖ νὰ σωθῆ. Δὲν μπορεῖ νὰ ξεχρεώση τὸ χρέος τῶν ἁμαρτιῶν του. Τὸ χρέος ξωφλήθηκε πάνω στὸ Γολγοθᾶ. Τὸ ξώφλησε ἐκεῖνος ποὺ σήκωσε τὶς ἁμαρτίες ὅλου τοῦ κόσμου. Κι αὐτὸς εἶνε ὁ Χριστός. «Τὸ αἷμα Ἰησοῦ Χριστοῦ καθαρίζει ἡμᾶς ἀπὸ πάσης ἁμαρτίας» (Α΄ Ἰωάν. 1, 7).

Ὁ Κύριος τῆς παραβολῆς, ποὺ χάρισε στὸ δοῦλο του τὸ ποσὸ τῶν μυρίων ταλάντων, εἶνε ὁ οὐράνιος Πατέρας. Στὴν εἰκόνα τοῦ κυρίου ἐκείνου φαίνεται ἡ εὐσπλαχνία, ἡ ἀγάπη, ἡ μακροθυμία τοῦ Θεοῦ.

Πόσο ὁ Θεὸς εἶνε μακρόθυμος! Φαίνεται σὲ πολλὲς σελίδες τῆς ἁγίας Γραφῆς. Νὰ φέρουμε παραδείγματα; Οἱ ἄνθρωποι, οἱ ἀπόγονοι τοῦ Ἀδὰμ καὶ τῆς Εὔας, λησμόνησαν τὸ Θεό. Ἔπεσαν σὲ φοβερὰ ἁμαρτήματα τῆς σάρκας. Κατήντησαν σάρκες. Ἀλλʼ ὁ Θεὸς μακροθυμώντας δὲν τοὺς τιμώρησε ἀμέσως. 120 χρόνια περίμενε τὴ μετάνοιά τους. Κήρυκας μετανοίας ἦταν ὁ Νῶε, ποὺ κατασκευάζοντας τὴν κιβωτὸ δὲν ἔπαυε νὰ καλῆ τοὺς συγχρόνους ἀνθρώπους σὲ μετάνοια. Ἀλλʼ αὐτοί, παρʼ ὅλες τὶς προσκλήσεις, παρέμεναν ἀμετανόητοι. Ἐξαντλήθηκαν πιὰ τὰ ὅρια τῆς μακροθυμίας τοῦ Θεοῦ καὶ ξέσπασε παγκόσμιος κατακλυσμός. Ἀλλὰ καὶ πάλι διέσωσε τὸ Νῶε καὶ τὴν οἰκογένειά του σὰν σπέρμα νέας ἀνθρωπότητος. Τὸ δὲ οὐράνιο τόξο, ποὺ ἐμφανίσθηκε μετὰ τὸν κατακλυσμό, εἶνε μιὰ λαμπρὴ εἰκόνα τῆς μακροθυμίας τοῦ Θεοῦ.

Ἀλλὰ καὶ στὴν περίπτωσι τῆς πόλεως Νινευὴ δὲν ἐπέφερε ἀμέσως τὴν καταστροφή. Ἔταξε προθεσμία καὶ ὅταν ὁ λαὸς τῆς συναισθάνθηκε τὰ ἁμαρτήματά του ὁ Θεὸς μακροθυμώντας διέσωσε τὴν πόλι ἀπὸ τὴν καταστροφή. Μακροθυμεῖ γιὰ λαοὺς καὶ ἔθνη. Μακροθυμεῖ γιὰ πόλεις. Μακροθυμεῖ γιὰ οἰκογένειες. Μακροθυμεῖ γιὰ ἄτομα.

Ἔξοχο παράδειγμα τῆς μακροθυμίας τοῦ Θεοῦ εἶνε καὶ ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Τί ἦταν πρίν; Ἕνας ἁμαρτωλός. Ἦταν σκληρὸς διώκτης τῶν χριστιανῶν. Ἦταν ὀφειλέτης μυρίων ταλάντων. Ἀλλʼ ὁ Θεὸς δὲν τὸν τιμώρησε ἀμέσως. Δὲν ἔστειλε κεραυνὸ νὰ τὸν κάψη ὅταν ἔκανε συλλήψεις καὶ κακοποιήσεις τῶν ὁπαδῶν τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Θεὸς μακροθυμοῦσε. Ἄν δὲν ὑπῆρχε ἡ μακροθυμία τοῦ Θεοῦ, ἀπόστολος Παῦλος δὲν θὰ ὑπῆρχε. Σώθηκε μὲ τὴ μακροθυμία τοῦ Θεοῦ. Γιʼ αὐτὸ θαυμάζοντας τὴ μακροθυμία τοῦ Θεοῦ γράφει˙ «Ἐλεήθηκα, γιὰ νὰ φανῇ πρῶτα σʼ ἐμένα ὅλη ἡ μακροθυμία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Α΄ Τιμ. 1, 16). Ὅπως, δηλαδή, γιὰ μένα μακροθύμησε ὁ Θεὸς καὶ μὲ ἔσωσε, ἔτσι καὶ γιὰ κάθε ἁμαρτωλὸ μακροθυμεῖ ὁ Θεός.

Ὤ ἡ μακροθυμία τοῦ Χριστοῦ! Ἐνῶ ὡς Θεὸς παντοδύναμος μπορεῖ νὰ σείση καὶ νὰ καταστρέψη τὸν κόσμο, ἐν τούτοις μακροθυμεῖ καὶ περιμένει τὴ μετάνοια τῶν ἁμαρτωλῶν. Καὶ κάθε φορὰ ποὺ σείει τὴ γῆ φαίνεται καὶ πάλι ἡ μακροθυμία τοῦ Χριστοῦ. Λίγα δευτερόλεπτα διαρκεῖ ὁ σεισμός. Ἄν διαρκοῦσε μιὰ ὥρα, τί θὰ ἔμενε ὄρθιο; Ποιός θὰ ζοῦσε; Νεκροταφεῖο ἀπέραντο θὰ ἦταν ἡ γῆ. Ὅπως παρατηρεῖ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, ὁ Θεὸς σείει τὴ γῆ λίγα δευτερόλεπτα, ὅπως ἡ μητέρα ταράζει τὴν κούνια γιὰ νὰ ἡσυχάση τὸ παιδί. Ὁ Θεός, κι ὅταν ἀκόμη τιμωρῆ τὴν ἀνθρώπινη κακία, φανερώνει τὴ μακροθυμία του. «Δόξα τῇ μακροθυμίᾳ σου, Κύριε!». Ἀλλά, χριστιανοί μας αδελφοί, ἄς προσέξουμε νὰ μὴν κάνουμε κατάχρησι τῆς μακροθυμίας τοῦ Θεοῦ. Ἡ μακροθυμία τοῦ Θεοῦ ἐξαντλεῖται!

Tρία ὁλόκληρα χρόνια ἦταν κάτω στὴ γῆ ὁ Χριστός. Ἐπήγαινε ἀπὸ χωριὸ σὲ χωριό, ἐκήρυττε τὰ θεῖα του λόγια, ἔκανε θαύματα, εὐεργετοῦσε τὸν κόσμο ὅλο. Καὶ ὕστερα ἀπὸ τόσες ἐκδηλώσεις φιλανθρωπίας καὶ ἀγάπης, θὰ ἔπρεπε νὰ μὴν ὑπάρχῃ κανείς ἄπιστος. Ὅμως μόνο ἕνας μικρὸς ἀριθμὸς ἀνθρώπων ἐπίστευσε στὸ Χριστό. Οἱ δὲ γραμματεῖς καὶ φαρισαῖοι ἦταν ἐναντίον του. Τὸν κατηγοροῦσαν καὶ ἀμφισβητοῦσαν τὸ θεϊκό του κῦρος. Ἔφτασαν μάλιστα μέχρι τὸ σημεῖο νὰ ποῦν· «Ἐν τῷ ἄρχοντι τῶν δαιμονίων ἐκβάλλει τὰ δαιμόνια» (Ματθ. 9,34· Μᾶρκ. 3,22· Λουκ. 11,15).

Ὁ Χριστὸς δὲν βρῆκε καμμιὰ ἀνταπόκρισι στὸν κόσμο αὐτό. Γι᾿ αὐτὸ παραπονιέται, ἀναστενάζει καὶ λέγει· «Ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν;».

Βέβαια γνωρίζουμε ὅλοι ἀπὸ τὴν ἁγία Γραφή, ὅτι ὁ Θεὸς εἶνε μακρόθυμος. Ὅπως ὁ πατέρας ὑποφέρει τὸ ἄτακτο παιδί του καὶ ἡ μάνα ὑποφέρει τὴν κόρη της, ἔτσι καὶ ὁ Χριστὸς μᾶς ὑποφέρει, γιατὶ εἶνε γεμᾶτος ἀγάπη. Mακροθυμεῖ ὁ Χριστὸς καὶ δὲ᾿ μᾶς τιμωρεῖ τὴν ὥρα ποὺ ἁμαρτάνουμε. Γιατὶ ἂν μᾶς τιμωροῦσε κ᾿ ἔπεφτε κάθε φορὰ ποὺ ἁμαρτάναμε ἕνας κεραυνός, δὲ᾿ θὰ ἔμενε κανείς ἀπὸ ἐμᾶς στὸν κόσμο. Ζοῦμε ὅλοι μας χάρι τῆς μακροθυμίας τοῦ Θεοῦ.

Ἡ μακροθυμία τοῦ Θεοῦ φαίνεται καὶ στὸν μεγάλο κατακλυσμό. Τοὺς περίμενε ὁ Θεὸς ἑκατὸν εἴκοσι χρόνια. Κατασκεύαζε ὁ Νῶε τὴν κιβωτὸ καὶ ἐκήρυττε στὸν κόσμο μετάνοια. Ἀλλὰ δὲν μετανοοῦσαν. Ξαφνικὰ μιὰ μέρα, ἐκεῖ ποὺ διασκέδαζαν καὶ ἔκαναν τὰ αἴσχη, ἄνοιξαν οἱ καταῤῥάκτες τοῦ οὐρανοῦ, φούσκωσαν τὰ ποτάμια, οἱ λίμνες καὶ οἱ θάλασσες, καὶ κάλυψαν τὰ πιὸ ψηλὰ βουνά· καὶ πνίγηκαν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι καὶ τὰ ζῷα.

Θέλετε ἄλλο τραγικὸ παράδειγμα; Τὰ Σόδομα καὶ τὰ Γόμορρα. Ἦταν πολὺ ἁμαρτωλὲς πόλεις. Στὰ σύνορά τους ὅμως ζοῦσε ἕνας ἅγιος ἄνθρωπος, ὁ Ἀβραάμ. Τοῦ εἶπε μιὰ μέρα ὁ Θεός, ὅτι θὰ καταστρέψῃ αὐτὲς τὶς δυὸ ἁμαρτωλὲς πόλεις. Καὶ ὁ Ἀβραὰμ ἀπήντησε· —Ἂν μέσα σ᾿ αὐτὲς τὶς πόλεις ὑπάρχουν 50 ἄνθρωποι δίκαιοι, θὰ καταστρέψῃς τὴν πόλι; Καὶ ὁ Θεὸς εἶπε· ―Ὄχι, δὲ᾿ θὰ τὶς καταστρέψω. Ἀλλὰ ἀμφέβαλλε ὁ Ἀβραὰμ καὶ ξαναρώτησε τὸ Θεό· ―Ἂν ὑπάρχουν 45 ἄνθρωποι μέσα στὴν μεγάλη αὐτὴ πόλι, θὰ τὴν καταστρέψῃς; Καὶ ὁ Θεὸς εἶπε πάλι· ― Ὄχι. Καὶ ὁ Ἀβραάμ, ἐπειδὴ φοβόταν ὅτι δὲ᾿ θὰ ὑπῆρχαν οὔτε 45 δίκαιοι, συνεχῶς κατέβαινε. ―Ἂν ὑπάρχουν 30 δίκαιοι, ἂν ὑπάρχουν 20, ἂν 10, θὰ καταστρέψῃς τὶς πόλεις; Καὶ ὁ Θεὸς εἶπε πάλι· ―Ὄχι. Ἀλλὰ δὲν ὑπῆρχαν οὔτε δέκα δίκαιοι. Γι᾿ αὐτὸ κατεστράφηκαν οἱ πόλεις. Ἄνοιξαν οἱ καταῤῥάκτες τοῦ οὐρανοῦ, καὶ δὲν ἔβρεξε νερό, ἀλλὰ φωτιὰ καὶ θειάφι· καὶ λαμπάδιασε ὁ τόπος ὅλος· κάηκαν τὰ δένδρα, τὰ ζῷα, τὰ σπίτια. Kαὶ τέλος ἄνοιξε ἡ γῆ καὶ κατάπιε ὅλες τὶς πολιτεῖες. Καὶ δὲν ἔμεινε τίποτε. Καὶ τώρα ἂν πᾶτε σ᾿ αὐτὸν τὸν τόπο, θὰ βρῆτε μιὰ φοβερὰ λίμνη. Τὰ νερά της εἶνε πικρά. Ψάρι δὲ᾿ μπορεῖ νὰ ζήσῃ σ᾿ αὐτήν. Ἀκόμη καὶ πουλὶ δὲ᾿ μπορεῖ νὰ πετάξῃ πάνω ἀπ᾿ τὰ νερά της. Δὲν εἶνε ψέματα αὐτά. Καὶ ἡ ἐπιστήμη τὸ μαρτυρεῖ. Ἐκεῖ στὴ νεκρὴ λίμνη ἐτάφηκαν δύο πόλεις.

Mακροθυμεῖ ὁ Θεός, ὅπως τότε στὸ Νῶε, ὅπως στὴν ἐποχὴ τοῦ Ἀβραάμ. Λέγει ὁ Κύριος, ὅτι θὰ ἔρθουν ἡμέρες, ὅπως αἱ ἡμέραι Λώτ, ἀνηψιὸς τοῦ Ἀβραάμ (βλ. Λουκ. 17,28) καὶ ὅπως αἱ ἡμέραι Nῶε (βλ. Mατθ. 24,37· Λουκ. 17,26). Zοῦμε σὲ τέτοιες ἡμέρες, παραμονὲς μεγάλων γεγονότων εἰς παγκόσμια κλίμακα. Μᾶς ἀνέχεται ὁ Θεὸς καὶ λέει· «Ἕως πότε ἀνέξομαι ὑμῶν;», «Πόσο ἀκόμα θὰ σᾶς ἀνέχομαι;».

Δι’ εὐχῶν…