Το καθεστώς των Ιεροψαλτών στην Εκκλησία της Ελλάδος
Το καθεστώς των Ιεροψαλτών στην Εκκλησία της Ελλάδος ορίζεται από την Κανονιστική Διάταξη 176/2006 που εκδόθηκε με βάση την ειδική νομοθετική εξουσιοδότηση που παρέχεται από το Σύνταγμα και τον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος. Ιστορικά ο ψάλτης ανήκει στην κατηγορία του κατώτερου κλήρου, τάξη που διαμορφώθηκε από τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες, στερείται της μυστηριακής ιερωσύνης, και επιδέχεται χειροθεσία. Ο Κανονισμός 176/2006 εφαρμόζεται γεωγραφικά στην Εκκλησία της Ελλάδος και στην Εκκλησία της Κρήτης και μόνο στους ψάλτες στα πλαίσια της λειτουργίας των ιερών ναών αλλά όχι σε όλους του ψάλτες γενικά. Λόγω της ιδιότητας ως κατώτερου κληρικού, η υπηρεσιακή κατάσταση των ιεροψαλτών υπήρξε αντικείμενο αμφισβητήσεων παρόλο που κατά τους κανόνες των Οικουμενικών Συνόδων υπάρχει διαχωρισμός ανάμεσα στους λαϊκούς – μη κανονικούς και στους κατώτερους κληρικούς- κανονικούς που έχουν δεχθεί την χειροθεσία. Σε κάθε ενοριακό Ιερό Ναό ιδρύονται δύο θέσεις ψαλτών στις οποίες διορίζονται με σχέση εργασίας δημοσίου δικαίου. Στη παρούσα εργασία αναλύεται και το ψαλτικό ζήτημα, στις αρχές του 20ου αιώνα, με θέμα τον διορισμό των ιεροψαλτών. Οι ψάλτες κατά τη νομολογία, παρόλο που η σχέση εργασίας τους είναι δημοσίου δικαίου δεν μπορούν να χαρακτηριστούν διοικητικοί υπάλληλοι και δεν απολαμβάνουν τη μονιμότητα. Στη συνέχεια σχολιάζονται σχετικές αποφάσεις ανωτάτων δικαστηρίων και διευκρινίζεται ότι δεν εμπίπτουν στο καθεστώς των Εκκλησιαστικών Υπαλλήλων καθώς και ότι δεν ισχύει για αυτούς ο περιορισμός της κατοχής δεύτερης θέσης στο Δημόσιο. Ο διορισμός και η παύση των ψαλτών ανήκει στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Μητροπολίτη, ο οποίος αποφασίζει μετά πρόταση του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου και αιτιολογημένη γνώμη της Επιτροπής Κρίσεως. Οι Ψάλτες κατατάσσονται σε κατηγορίες ανάλογα με τα τυπικά τους προσόντα. Ασφαλίζονται στο Ι.Κ.Α. ανάλογα με τις ισχύουσες σε αυτό διατάξεις. Η προϋπηρεσία του ψάλτη που παρείχε τις υπηρεσίες του σε Ιερό Ναό αναγνωρίζεται μισθολογικά και ως συντάξιμη στο Δημόσιο εφόσον υπάρχει σωρευτικά διορισμός από τον Μητροπολίτη, ασκείται κατά πλήρες και νόμιμο ωράριο ως κύριο βιοποριστικό επάγγελμα. Τα καθήκοντα του ψάλτη απαριθμούνται στον Κανονισμό 176/2006 και περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων το να ψάλλει σεμνοπρεπώς και να εκτελεί τους ύμνους με πιστότητα προς το βυζαντινό ύφος από τα κλασικά μουσικά κείμενα. Το ύψος της αμοιβής του ιεροψάλτη τελεί σε συνάρτηση με τα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα και αποτελεί αντικείμενο συμφωνίας μεταξύ αυτού και του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου. Πάγιες αξιώσεις για υπολογισμό με βάση τον κατώτατο μισθό των εργαζομένων δεν έχουν εισακουστεί. Οι προστατευτικές διατάξεις του εργατικού δικαίου δεν εφαρμόζονται στους ψάλτες γιατί η εργασία τους δεν αφορά έννομη σχέση ιδιωτικού δικαίου και δεν θεωρείται εξαρτημένη ή μισθωτή εργασία. Ωστόσο σε περίπτωση ακυρότητας της σύμβασης εργασίας δημοσίου δικαίου παράγονται αποτελέσματα και απορρέουν αξιώσεις με βάση την αρχή του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Οι διαφορές που αφορούν την αμοιβή του ιεροψάλτη υπάγονται στα διοικητικά δικαστήρια. Ο συνδικαλισμός δεν απαγορεύεται για τους ψάλτες αλλά δεν υπάγονται στις συλλογικές συμβάσεις εργασίας. Ο ψάλτης μπορεί να απολυθεί από τον Μητροπολίτη λόγω νόσου, αδυναμίας άσκησης καθηκόντων και ορίου ηλικίας. Στο τέλος αναπτύσσονται τα πειθαρχικά παραπτώματα των ψαλτών με σχολιασμό της σχετικής νομολογίας.