ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΚΑΙ ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΗ ΤΩΝ ΨΑΛΜΩΝ ΚΑΙ ΥΜΝΩΝ

 

Ο ΕΞΑΨΑΛΜΟΣ (ΕΡΜΗΝΕΙΑ)

 

ΨΑΛΜΟΣ 3

Ψαλ. 3,2            Κύριε, τί ἐπληθύνθησαν οἱ θλίβοντές με; πολλοὶ ἐπανίστανται ἐπ᾿ ἐμέ·

Ψαλ. 3,2                   Κυριε, εις πόσον αμέτρητον πλήθος έχουν αυξηθή οι εχθροί, που με καταθλίβουν! Πολλοί έχουν εξεγερθή και επαναστατήσει εναντίον μου.

Ψαλ. 3,3            πολλοὶ λέγουσι τῇ ψυχῇ μου· οὐκ ἔστι σωτηρία αὐτῷ ἐν τῷ Θεῷ αὐτοῦ. (διάψαλμα).

Ψαλ. 3,3                    Πολλοί είναι εκείνοι, που επιβουλεύονται την ζωήν μου και λέγουν· “Δεν υπάρχει πλέον δι' αυτόν καμμία σωτηρία εκ μέρους του Θεού του”.

Ψαλ. 3,4            σὺ δέ, Κύριε, ἀντιλήπτωρ μου εἶ, δόξα μου καὶ ὑψῶν τὴν κεφαλήν μου.

Ψαλ. 3,4                   Συ όμως, Κυριε, είσαι ο βοηθός και ο προστάτης μου. Συ είσαι η ζωή και η δόξα μου, που θα με δοξάσης πάλιν και θα σηκώσης υψηλά το κεφάλι μου, ενώ τώρα το κρατώ σκυμμένο από την εντροπήν.

Ψαλ. 3,5            φωνῇ μου πρὸς Κύριον ἐκέκραξα, καὶ ἐπήκουσέ μου ἐξ ὄρους ἁγίου αὐτοῦ. (διάψαλμα).

Ψαλ. 3,5                    Κατά το παρελθόν πολλές φορές, με φωνήν ισχυράν εφώναξα προς τον Κυριον και εζήτησα την βοήθειάν του, και εκείνος με ήκουσεν από το όρος Σιών, από το άγιον αυτού κατοικητήριον (διάψαλμα).

Ψαλ. 3,6            ἐγὼ ἐκοιμήθην καὶ ὕπνωσα· ἐξηγέρθην, ὅτι Κύριος ἀντιλήψεταί μου.

Ψαλ. 3,6                   Δια τούτο και τώρα, βέβαιος ότι ο Κυριος θα εισακούση την προσευχήν μου, εκοιμήθην, έπεσα εις ήρεμον και αναπαυτικόν ύπνον. Εσηκώθηκα από τον ύπνον ειρηνικός και αισιόδοξος, διότι ο Κυριος θα με βοηθήση ασφαλώς και θα με προστατεύση.

Ψαλ. 3,7            οὐ φοβηθήσομαι ἀπὸ μυριάδων λαοῦ τῶν κύκλῳ συνεπιτιθεμένων μοι.

Ψαλ. 3,7                    Δεν θα φοβηθώ από αναρίθμητα πλήθη εχθρικού λαού, που με έχουν περικυκλώσει από όλα τα σημεία και επιτίθενται όλοι μαζή εναντίον μου.

Ψαλ. 3,8            ἀνάστα, Κύριε, σῶσόν με, ὁ Θεός μου, ὅτι σὺ ἐπάταξας πάντας τοὺς ἐχθραίνοντάς μοι ματαίως, ὀδόντας ἁμαρτωλῶν συνέτριψας.

Ψαλ. 3,8                   Σηκω επάνω, Κυριε, σώσε με από τους εχθρούς μου, συ ο Θεός μου. Διότι είμαι βέβαιος πλέον ότι έχεις συντρίψει όλους αυτούς, που με εχθρεύονται χωρίς λόγον και αιτίαν. Θεωρώ ως τετελεσμένον γεγονός, ότι συνέτριψες τα δόντια των αμαρτωλών, που ωσάν άγρια θηρία έρχονται να με κατασπαράξουν

Ψαλ. 3,9            τοῦ Κυρίου ἡ σωτηρία, καὶ ἐπὶ τὸν λαόν σου ἡ εὐλογία σου.

Ψαλ. 3,9                   Από σε λοιπόν τον Κυριον περιμένω την σωτηρίαν μου, η δε ευλογία σου θα σταλή επάνω στον λαόν, που είναι ιδικός σου.

ΨΑΛΜΟΣ 37

Ψαλ. 37,2          Κύριε, μὴ τῷ θυμῷ σου ἐλέγξῃς με, μηδὲ τῇ ὀργῇ σου παιδεύσῃς με.

Ψαλ. 37,2                 Κυριε, μη με ελέγξης και μη, επάνω εις την δικαίαν οργήν σου, με τιμωρήσης δια τας πράξεις μου. Μη χρησιμοποίησης την παιδαγωγικήν σου ράβδον οργισμένος εναντίον μου.

Ψαλ. 37,3          ὅτι τὰ βέλη σου ἐνεπάγησάν μοι, καὶ ἐπεστήριξας ἐπ᾿ ἐμὲ τὴν χεῖρά σου·

Ψαλ. 37,3                 Διότι τα βέλη των πόνων και των τιμωριών έχουν εμμηχθή μέσα στο σώμα μου και βαρύ έχεις αφήσει να πέση επάνω μου το παντοδύναμο χέρι σου.

Ψαλ. 37,4          οὐκ ἔστιν ἴασις ἐν τῇ σαρκί μου ἀπὸ προσώπου τῆς ὀργῆς σου, οὐκ ἔστιν εἰρήνη ἐν τοῖς ὀστέοις μου ἀπὸ προσώπου τῶν ἁμαρτιῶν μου.

Ψαλ. 37,4                 Δεν υπάρχει κανένα μέλος του σώματός μου υγιές, εξ αιτίας της δικαίας οργής σου εναντίον μου. Δεν υπάρχει γαλήνη και ανάπαυσις εις τα κόκκαλά μου εξ αιτίας των δύο μεγάλων αμαρτιών μου.

Ψαλ. 37,5          ὅτι αἱ ἀνομίαι μου ὑπερῇραν τὴν κεφαλήν μου, ὡσεὶ φορτίον βαρὺ ἐβαρύνθησαν ἐπ᾿ ἐμέ.

Ψαλ. 37,5                 Διότι αι αμαρτίαι μου αυταί είναι τόσον μεγάλαι, ώστε ωσάν πελώρια κύματα επλημμύρισαν επάνω από το κεφάλι μου και ως βαρύ φορτίον καταθλίβουν και καταπιέζουν την ψυχήν μου.

Ψαλ. 37,6          προσώζεσαν καὶ ἐσάπησαν οἱ μώλωπές μου ἀπὸ προσώπου τῆς ἀφροσύνης μου·

Ψαλ. 37,6                 Τα εξ αιτίας της αφροσύνης μου τραύματα των αμαρτιών μου εβρώμισαν και εσάπησαν.

Ψαλ. 37,7          ἐταλαιπώρησα καὶ κατεκάμφθην ἕως τέλους, ὅλην τὴν ἡμέραν σκυθρωπάζων ἐπορευόμην.

Ψαλ. 37,7                 Εχω ταλαιπωρηθή και καταβληθή. Ελύγισαν τα γόνατά μου, εκυρτώθην τελείως. Ολην την ημέραν σύρω μετά δυσκολίας τα βήματά μου, σκυθρωπός και λυπημένος.

Ψαλ. 37,8          ὅτι αἱ ψόαι μου ἐπλήσθησαν ἐμπαιγμάτων, καὶ οὐκ ἔστιν ἴασις ἐν τῇ σαρκί μου·

Ψαλ. 37,8                 Διότι οι νεφροί μου, το κέντρον αυτό των επιθυμιών, εγέμισαν από έλκη και πόνους, τα οποία προκαλούν την αηδίαν και περιφρόνησιν. Δεν υπάρχει μέρος υγιές εις την σάρκα μου.

Ψαλ. 37,9          ἐκακώθην καὶ ἐταπεινώθην ἕως σφόδρα, ὠρυόμην ἀπὸ στεναγμοῦ τῆς καρδίας μου.

Ψαλ. 37,9                 Εκακοπάθησα και εταλαιπωρήθην και εξηυτελίσθην πάρα πολύ. Βαθείς και συνεχείς αναστεναγμοί βγαίνουν από την οδυνωμένην καρδίαν μου, ωσάν βρυχηθμοί λέοντος πληγωμένου.

Ψαλ. 37,10         Κύριε, ἐναντίον σου πᾶσα ἡ ἐπιθυμία μου, καὶ ὁ στεναγμός μου ἀπὸ σοῦ οὐκ ἀπεκρύβη.

Ψαλ. 37,10               Κυριε, ολοφάνερη εμπρός σου είναι η επιθυμία μου, η επιθυμία της σωτηρίας. Ο δε κατάπικρος στεναγμός της καρδίας μου δεν είναι άγνωστος και κρυμμένος από σέ.

Ψαλ. 37,11         ἡ καρδία μου ἐταράχθη, ἐγκατέλιπέ με ἡ ἰσχύς μου, καὶ τὸ φῶς τῶν ὀφθαλμῶν μου, καὶ αὐτὸ οὐκ ἔστι μετ᾿ ἐμοῦ.

Ψαλ. 37,11                Η καρδία μου είναι ταραγμένη. Παλλει με ορμήν. Η ψυχική και η σωματική δύναμίς μου με εγκατέλιπε και το φως των οφθαλμών μου και αυτό σβήνει πλέον· το έχασα, δεν το έχω πλέον.

Ψαλ. 37,12         οἱ φίλοι μου καὶ οἱ πλησίον μου ἐξ ἐναντίας μου ἤγγισαν καὶ ἔστησαν, καὶ οἱ ἔγγιστά μου ἀπὸ μακρόθεν ἔστησαν·

Ψαλ. 37,12               Οι φίλοι μου και όλοι οι γνωστοί μου με επλησίασαν, αλλά εσταμάτησαν εις απόστασιν, και οι πλησιέστεροι από τους συγγενείς μου εστάθησαν πολύ μακράν. Κανείς δεν προθυμοποιείται να με βοηθήση.

Ψαλ. 37,13         καὶ ἐξεβιάζοντο οἱ ζητοῦντες τὴν ψυχήν μου, καὶ οἱ ζητοῦντες τὰ κακά μοι ἐλάλησαν ματαιότητας, καὶ δολιότητας ὅλην τὴν ἡμέραν ἐμελέτησαν.

Ψαλ. 37,13                Μέσα στον πόνον μου και την εγκατάλειψίν μου αυτήν οι εχθροί μου φέρονται απέναντί μου με βιαιότητα και σκληρότητα. Εκείνοι οι οποίοι επιζητούν τον θάνατόν μου, εκείνοι που θέλουν και ευφραίνονται εις την δυστυχίαν μου, ελάλησαν λόγους συκοφαντικούς και ολεθρίους εναντίον μου. Χαιρεκακούν δια την κατάστασίν μου. Συγχρόνως δε καταστρώνουν δόλια σχέδια και στήνουν παγίδας ολέθρου όλην την ημέραν, δια να με εξοντώσουν.

Ψαλ. 37,14         ἐγὼ δὲ ὡσεὶ κωφὸς οὐκ ἤκουον καὶ ὡσεὶ ἄλαλος οὐκ ἀνοίγων τὸ στόμα αὐτοῦ·

Ψαλ. 37,14               Αλλά εγώ, ως εάν ήμην κωφός, δεν ήκουα όσα εκείνοι έλεγαν εναντίον μου. Ως εάν ήμουν βωβός και άλαλος, ωσάν να μη ημπορούσα να ανοίξω το στόμα μου, δεν απαντούσα καθόλου εις αυτούς.

Ψαλ. 37,15         καὶ ἐγενόμην ὡσεὶ ἄνθρωπος οὐκ ἀκούων καὶ οὐκ ἔχων ἐν τῷ στόματι αὐτοῦ ἐλεγμούς.

Ψαλ. 37,15                Και έγινα έτσι σαν άνθρωπος, που δεν ακούει καθόλου και που δεν έχει στο στόμα του δικαίας αντιρρήσεις και λόγους αποστομωτικούς εναντίον εκείνων, που τον κατηγορούν.

Ψαλ. 37,16         ὅτι ἐπὶ σοί, Κύριε, ἤλπισα· σὺ εἰκακούσῃ, Κύριε ὁ Θεός μου.

Ψαλ. 37,16               Δεν απαντώ στους εχθρούς μου, διότι εγώ εις σε έχω στηρίξει τας ελπίδας μου, Κυριε. Εχω πεποίθησιν ότι θα ακούσης ευμενώς την προσευχήν μου και θα σπεύσης εις την βοήθειάν μου.

Ψαλ. 37,17         ὅτι εἶπα· μήποτε ἐπιχαρῶσί μοι οἱ ἐχθροί μου· καὶ ἐν τῷ σαλευθῆναι πόδας μου ἐπ᾿ ἐμὲ ἐμεγαλοῤῥημόνησαν.

Ψαλ. 37,17                Δια τούτο και είπα από μέσα μου· Βοήθησέ μέ, Κυριε, και μη επιτρέψης να δοκιμάσουν μοχθηράν χαράν εις βάρος μου οι εχθροί μου, ούτε να κομπορρημονούν, εάν με βλέπουν να τρικλίζω κάτω από το βάρος της θλίψεως.

Ψαλ. 37,18         ὅτι ἐγὼ εἰς μάστιγας ἕτοιμος, καὶ ἡ ἀλγηδών μου ἐνώπιόν μού ἐστι διαπαντός.

Ψαλ. 37,18               Διότι εγώ είμαι πρόθυμος να υποστώ τας δικαίας τιμωρίας σου δια την αμαρτίαν μου. Ο δε φοβερός πόνος δια την πτώσιν μου είναι πάντοτε ενώπιόν μου, δεν παύει να διατρυπά την καρδίαν μου.

Ψαλ. 37,19         ὅτι τὴν ἀνομίαν μου ἐγὼ ἀναγγελῶ καὶ μεριμνήσω ὑπὲρ τῆς ἁμαρτίας μου.

Ψαλ. 37,19               Συντετριμμένος από το βάρος της ενοχής μου θα εξομολογηθώ ενώπιον όλων την αμαρτίαν μου και θα καταβάλω κάθε προσπάθειαν να απαλλαγώ από αυτήν, και ουδέποτε πλέον να την επαναλάβω.

Ψαλ. 37,20         οἱ δὲ ἐχθροί μου ζῶσι καὶ κεκραταίωνται ὑπὲρ ἐμέ, καὶ ἐπληθύνθησαν οἱ μισοῦντές με ἀδίκως·

Ψαλ. 37,20               Οι εχθροί μου όμως ζουν, είναι υγιείς, κινούνται δραστηρίως, είναι ισχυρότεροί μου. Και αυτοί οι οποίοι με μισούν αδίκως, έχουν πληθυνθή.

Ψαλ. 37,21         οἱ ἀνταποδιδόντες μοι κακὰ ἀντὶ ἀγαθῶν ἐνδιέβαλλόν με, ἐπεὶ κατεδίωκον ἀγαθωσύνην.

Ψαλ. 37,21               Αυτοί, οι οποίοι ανταποδίδουν εις εμέ κακόν αντί του καλού, που τους έκαμα, με συκοφαντούν, διότι εγώ θέλω πάντοτε το αγαθόν, το σύμφωνον με το θέλημά σου.

Ψαλ. 37,22         μὴ ἐγκαταλίπῃς με, Κύριε· ὁ Θεός μου, μὴ ἀποστῇς ἀπ᾿ ἐμοῦ·

Ψαλ. 37,22               Μη με εγκαταλίπης, Κυριε και Θεέ μου, μη απομακρύνεσαι από εμέ.

Ψαλ. 37,23         πρόσχες εἰς τὴν βοήθειάν μου, Κύριε τῆς σωτηρίας μου.

Ψαλ. 37,23               Σπεύσε, Κυριε, εις την βοήθειάν μου, συ που είσαι η μοναδική μου σωτηρία.

ΨΑΛΜΟΣ 62

Ψαλ. 62,2          Ὁ Θεὸς ὁ Θεός μου, πρὸς σὲ ὀρθρίζω· ἐδίψησέ σε ἡ ψυχή μου, ποσαπλῶς σοι ἡ σάρξ μου ἐν γῇ ἐρήμῳ καὶ ἀβάτῳ καὶ ἀνύδρῳ.

Ψαλ. 62,2                 Θεέ μου, που είσαι ο Θεός μου, από πολύ πρωϊ, από τα χαράματα προσεύχομαι προς σέ. Σε διψά και σε ποθεί η ψυχή μου. Ποσες φορές και αυταί αι αισθήσστου σώματός μου, εις την έρημον αυτήν χώραν την δύσδατον και άνυδρον επόθησαν να ίδουν και να απολαύσουν τον άγιόν σου ναόν!

Ψαλ. 62,3          οὕτως ἐν τῷ ἁγίῳ ὤφθην σοι τοῦ ἰδεῖν τὴν δύναμίν σου καὶ τὴν δόξαν σου.

Ψαλ. 62,3                 Με την δίψαν αυτήν επαρουσιαζόμην σωματικώς και ψυχικώς άλλοτε στον ιερόν σου τόπον, δια να ίδω και σκεφθώ την δύναμίν σου και την δόξαν σου.

Ψαλ. 62,4          ὅτι κρεῖσσον τὸ ἔλεός σου ὑπὲρ ζωάς· τὰ χείλη μου ἐπαινέσουσί σε.

Ψαλ. 62,4                 Σε επόθησα και σε ποθώ σφοδρώς, Κυριέ μου, διότι το έλεός σου είναι ανώτερον από χιλιάδας και χιλιάδας ζωάς. Τα χείλη μου θα σε υμνούν και θα σε δοξολογούν.

Ψαλ. 62,5          οὕτως εὐλογήσω σε ἐν τῇ ζωῇ μου καὶ ἐν τῷ ὀνόματί σου ἀρῶ τὰς χεῖράς μου.

Ψαλ. 62,5                 Με τον αυτόν τρόπον θα σε ευλογώ και θα σε δοξολογώ καθ' όλον το διάστημα της ζωής μου και μόνον στο Ονομά σου θα υψώνω τας χείράς μου, και προς σε θα προσεύχωμαι.

Ψαλ. 62,6          ὡς ἐκ στέατος καὶ πιότητος ἐμπλησθείη ἡ ψυχή μου, καὶ χείλη ἀγαλλιάσεως αἰνέσει τὸ στόμα μου.

Ψαλ. 62,6                 Με την χαράν και την ευφροσύνην της προσευχής θα χορταίνη και θα ευφραίνεται η ψυχή μου, όπως θα ηυφραίνετο το σώμα, όταν θα έτρωγε λιπαρά και νόστιμα φαγητά. Με χείλη πλημμυρισμένα από αγαλλίασιν θα σε υμνή τότε το στόμα μου.

Ψαλ. 62,7          εἰ ἐμνημόνευόν σου ἐπὶ τῆς στρωμνῆς μου, ἐν τοῖς ὄρθροις ἐμελέτων εἰς σέ·

Ψαλ. 62,7                 Οταν, καθώς πέφτω κατά την νύκτα στο στρώμα μου, σε ενθυμούμαι και κοιμώμαι με την παράστασιν του μεγαλείου σου, τότε πολύ πρωϊ θα εξυπνώ και θα μελετώ τα μεγαλεία σου και θα σε δοξολογώ.

Ψαλ. 62,8          ὅτι ἐγενήθης βοηθός μου, καὶ ἐν τῇ σκέπῃ τῶν πτερύγων σου ἀγαλλιάσομαι.

Ψαλ. 62,8                 Διότι συ κατά το παρελθόν υπήρξες βοηθός και στο μέλλον θα δοκιμάζω αγαλλίασιν και χαράν ευρισκόμενος κάτω από την σκέπην των πτερύγων σου.

Ψαλ. 62,9          ἐκολλήθη ἡ ψυχή μου ὀπίσω σου, ἐμοῦ δὲ ἀντελάβετο ἡ δεξιά σου.

Ψαλ. 62,9                 Προσεκολλήθη πάντοτε η ψυχή μου προς σέ. Συ δε ήπλωσες την δεξιάν σου χείρα και με εστήριξες, με καθωδήγησες και με επροστάτευσες.

Ψαλ. 62,10         αὐτοὶ δὲ εἰς μάτην ἐζήτησαν τὴν ψυχήν μου, εἰσελεύσονται εἰς τὰ κατώτατα τῆς γῆς·

Ψαλ. 62,10               Αυτοί δε οι εχθροί μου, οι οποίοι με πολεμούν, ματαίως προσεπάθησαν να αφαιρέσουν την ζωήν μου. Θα αποτύχουν στο έργον των, αλλά και οι ίδιοι θα φονευθούν και θα κατέλθουν στον άδην, εις τα βάθη της γης.

Ψαλ. 62,11         παραδοθήσονται εἰς χεῖρας ῥομφαίας, μερίδες ἀλωπέκων ἔσονται.

Ψαλ. 62,11                Θα παραδοθούν εις σφαγήν ρομφαίας, τα σώματά των άταφα θα γίνουν τροφή δια τας αλώπεκας.

Ψαλ. 62,12         ὁ δὲ βασιλεὺς εὐφρανθήσεται ἐπὶ τῷ Θεῷ, ἐπαινεθήσεται πᾶς ὁ ὀμνύων ἐν αὐτῷ, ὅτι ἐνεφράγη στόμα λαλούντων ἄδικα.

Ψαλ. 62,12               Εγώ όμως ο βασιλεύς θα ευφρανθώ με την προστασίαν και την χαράν, την οποίαν ο Θεός μου δίδει. Και καθένας, ο οποίος ορκίζεται στον αληθινόν Θεόν, θα δοξασθή. Εξ αντιθέτου θα φραγή και θα κλείση το στόμα εκείνων, οι οποίοι λαλούν αδικίας και ψεύδη.

ΨΑΛΜΟΣ 87

Ψαλ. 87,2          Κύριε ὁ Θεὸς τῆς σωτηρίας μου, ἡμέρας ἐκέκραξα καὶ ἐν νυκτὶ ἐναντίον σου·

Ψαλ. 87,2                 Κυριε, ο Θεός και σωτήρ μου, προς σε έκραξα όλην την ημέραν και την νύκτα όρθιος ενώπιόν σου προσευχόμενος.

Ψαλ. 873           εἰσελθέτω ἐνώπιόν σου ἡ προσευχή μου, κλῖνον τὸ οὖς σου εἰς τὴν δέησίν μου.

Ψαλ. 87,3                 Είθε να ανοίξη η θύρα του ελέους σου, δια να εισέλθη ενώπιόν σου η προσευχή μου. Κλίνε το αυτί σου, δια να ακούση τα λόγια της δεήσεώς μου

Ψαλ. 87,4          ὅτι ἐπλήσθη κακῶν ἡ ψυχή μου, καὶ ἡ ζωή μου τῷ ᾅδῃ ἤγγισε·

Ψαλ. 87,4                 Διότι υπερεπλημμύρισεν η καρδία μου από συμφοράς και η ζωη μου έχει φθάσει εις το χείλος του άδου.

Ψαλ. 87,5          προσελογίσθην μετὰ τῶν καταβαινόντων εἰς λάκκον, ἐγενήθην ὡσεὶ ἄνθρωπος ἀβοήθητος ἐν νεκροῖς ἐλεύθερος,

Ψαλ. 87,5                 Θεωρούμαι πλέον όμοιος με εκείνους, οι οποίοι κατέρχονται στον βαθύν λάκκον του τάφου. Εγινα άνθρωπος αβοήθητος, ερριμμένος ανάμεσα στους νεκρούς, μακράν από κάθε επικοινωνίαν με τους ζώντας.

Ψαλ. 87,6          ὡσεὶ τραυματίαι καθεύδοντες ἐν τάφῳ, ὧν οὐκ ἐμνήσθης ἔτι καὶ αὐτοὶ ἐκ τῆς χειρός σου ἀπώσθησαν.

Ψαλ. 87,6                 Είμαι ωσάν τους θανασίμως τραυματισμένους άνδρας, οι οποίοι κοιμώνται την νάρκην του θανάτου στον τάφον, και τους οποίους δεν ενθυμείσαι πλέον ως ζωντανούς, αλλά τους απώθησες μακράν από την προστασίαν σου.

Ψαλ. 87,7          ἔθεντό με ἐν λάκκῳ κατωτάτῳ, ἐν σκοτεινοῖς καὶ ἐν σκιᾷ θανάτου.

Ψαλ. 87,7                 Οι πόνοι και αι συμφοραί μου με εβύθισαν στον βαθύτατον λάκκον του θανάτου, εις τας σκοτεινάς περιοχάς του άδου, όπου βασιλεύει η σκια του θανάτου

Ψαλ. 87,8          ἐπ᾿ ἐμὲ ἐπεστηρίχθη ὁ θυμός σου, καὶ πάντας τοὺς μετεωρισμούς σου ἐπήγαγες ἐπ᾿ ἐμέ. (διάψαλμα).

Ψαλ. 87,8                 Βαρύς έπεσεν επάνω μου ο θυμός σου και όλα τα κύματα της οργής σου τα αφήκες να εκσπάσουν εναντίον μου.

Ψαλ. 87,9          ἐμάκρυνας τοὺς γνωστούς μου ἀπ᾿ ἐμοῦ, ἔθεντό με βδέλυγμα ἑαυτοῖς, παρεδόθην καὶ οὐκ ἐξεπορευόμην.

Ψαλ. 87,9                 Απεμάκρυνες από εμέ τους γνωστούς μου, με εσιχάθησαν και με αηδίασαν. Παρεδόθην εις την δυστυχίαν και δεν ημπορώ πλέον να απαλλαγώ από αυτήν.

Ψαλ. 87,10         οἱ ὀφθαλμοί μου ἠσθένησαν ἀπὸ πτωχείας· ἐκέκραξα πρὸς σέ, Κύριε, ὅλην τὴν ἡμέραν, διεπέτασα πρὸς σὲ τὰς χεῖράς μου·

Ψαλ. 87,10               Τα μάτια μου αδυνάτισαν, εθάμπωσαν από τας ταλαιπωρίας και από τα πολλά μου δάκρυα. Εκραξα προς σέ, Κυριε, προσευχόμενος όλην την ημέραν. Απλωσα και ύψωσα προς σε τα χέρια μου.

Ψαλ. 87,11         μὴ τοῖς νεκροῖς ποιήσεις θαυμάσια; ἢ ἰατροὶ ἀναστήσουσι, καὶ ἐξομολογήσονταί σοι;

Ψαλ. 87,11                Βοήθησέ με, Κυριε, πριν η αποθάνω. Μηπως, τάχα, και θα δείξης τα θαυμαστά σου έργα στους νεκρούς, και εις εμέ όταν αποθάνω; Η μήπως οι ιατροί ημπορούν να αναστήσουν τους νεκρούς, δια να σε δοξολογήσουν;

Ψαλ. 87,12         μὴ διηγήσεταί τις ἐν τῷ τάφῳ τὸ ἔλεός σου καὶ τὴν ἀλήθειάν σου ἐν τῇ ἀπωλείᾳ;

Ψαλ. 87,12               Μηπως επίσης είναι δυνατόν να διηγηθή κανείς το έλεός σου και την αλήθειάν σου μεταξύ των νεκρών κάτω εις τον άδην;

Ψαλ. 87,13         μὴ γνωσθήσεται ἐν τῷ σκότει τὰ θαυμάσιά σου καὶ ἡ δικαιοσύνη σου ἐν γῇ ἐπιλελησμένῃ;

Ψαλ. 87,13               Μηπως και είναι δυνατόν να γίνουν γνωστά τα θαυμαστά σου έργα εις τας σκοτεινάς περιοχάς του άδου και τα έργα της δικαιοσύνης σου εις την λησμονημένην χώραν των νεκρών;

Ψαλ. 87,14         κἀγὼ πρὸς σέ, Κύριε, ἐκέκραξα, καὶ τὸ πρωΐ ἡ προσευχή μου προφθάσει σε.

Ψαλ. 87,14               Δια τούτο και εγώ, Κυριε, τώρα που ευρίσκομαι ακόμη εν τη ζωή, έκραξα καθ' όλον το διάστημα της νυκτός προς σέ· και το πρωϊ η προσευχή μου θα σε προφθάση.

Ψαλ. 87,15         ἱνατί, Κύριε, ἀπωθῇ τὴν ψυχήν μου, ἀποστρέφεις τὸ πρόσωπόν σου ἀπ᾿ ἐμοῦ;

Ψαλ. 87,15               Διατί, Κυριε, απωθείς την ψυχήν μου, και γυρίζεις αλλού το πρόσωπόν σου, μακράν από εμέ;

Ψαλ. 87,16         πτωχός εἰμι ἐγὼ καὶ ἐν κόποις ἐκ νεότητός μου, ὑψωθεὶς δὲ ἐταπεινώθην καὶ ἐξηπορήθην.

Ψαλ. 87,16               Εγώ είμαι πτωχός και ανάμεσα εις κόπους έχω ζήσει από την νεότητά μου. Οταν δε κοινωνικώς και υλικώς εξυψώθην, εταπεινώθηκα και πάλιν κατόπιν και περιέπεσα εις αμηχανίαν και απορίαν.

Ψαλ. 87,17         ἐπ᾿ ἐμὲ διῆλθον αἱ ὀργαί σου, οἱ φοβερισμοί σου ἐξετάραξάν με,

Ψαλ. 87,17               'Επέρασαν από επάνω μου αι οργαί σου, αι φοβεραί απειλαί σου με συνεκλόνισαν,

Ψαλ. 87,18         ἐκύκλωσάν με ὡσεὶ ὕδωρ ὅλην τὴν ἡμέραν, περιέσχον με ἅμα.

Ψαλ. 87,18               αυταί με περιεκύκλωσαν ωσάν ύδωρ όλην την ημέραν, με περιέβαλαν ταυτοχρόνως από παντού.

Ψαλ. 87,19         ἐμάκρυνας ἀπ᾿ ἐμοῦ φίλον καὶ πλησίον καὶ τοὺς γνωστούς μου ἀπὸ ταλαιπωρίας.

Ψαλ. 87,19               Εμάκρυνες από εμέ όλους τους φίλους μου και τους γείτονάς μου και γενικώς όλους τους γνωστούς μου εξ αιτίας της δυστυχίας μου.

ΨΑΛΜΟΣ 102

Ψαλ. 102,1         Εὐλόγει, ἡ ψυχή μου, τὸν Κύριον καί, πάντα τὰ ἐντός μου, τὸ ὄνομα τὸ ἅγιον αὐτοῦ·

Ψαλ. 102,1                Ω ψυχή μου, δοξολόγει ακατάπαυστα τον Κυριον, και όλαι αι εσωτερικαί μου δυνάμεις, ο νους και η καρδία μου, ας δοξολογούν το άγιον όνομά του, δια τα μεγαλεία και τας πολλάς του ευεργεσίας.

Ψαλ. 102,2         εὐλόγει, ἡ ψυχή μου, τὸν Κύριον καὶ μὴ ἐπιλανθάνου πάσας τὰς ἀνταποδόσεις αὐτοῦ·

Ψαλ. 102,2               Δοξολόγει, ω ψυχή μου, τον Κυριον και μη λησμονής ποτέ καμμίαν από τας ευεργεσίας του προς σέ.

Ψαλ. 102,3         τὸν εὐιλατεύοντα πάσας τὰς ἀνομίας σου, τὸν ἰώμενον πάσας τὰς νόσους σου·

Ψαλ. 102,3               Δοξολόγει τον Θεόν σου, ο οποίος σου συγχωρεί όλας τας ανομίας, θεραπεύει όλας τας σωματικάς και πνευματικάς ασθενείας σου.

Ψαλ. 102,4         τὸν λυτρούμενον ἐκ φθορᾶς τὴν ζωήν σου, τὸν στεφανοῦντά σε ἐν ἐλέει καὶ οἰκτιρμοῖς·

Ψαλ. 102,4               Αυτόν, που λυτρώνει και απαλλάσσει την ζωήν σου, πολλές φορές, από την φθοράν του θανάτου και του άδου και περικοσμεί πάντοτε την κεφαλήν σου, ωσάν με λαμπρόν στέφανον, με το πλήθος του ελέους και των οικτιρμών του.

Ψαλ. 102,5         τὸν ἐμπιπλῶντα ἐν ἀγαθοῖς τὴν ἐπιθυμίαν σου, ἀνακαινισθήσεται ὡς ἀετοῦ ἡ νεότης σου.

Ψαλ. 102,5               Δοξολόγησε τον Κυριον, ο οποίος χορταίνει με όλα τα αγαθά τας ευγενείς επιθυμίας σου, ώστε η νεανική σου ηλικία και ακμή να ανανεώνεται πάντοτε, όπως του αετού.

Ψαλ. 102,6         ποιῶν ἐλεημοσύνας ὁ Κύριος καὶ κρῖμα πᾶσι τοῖς ἀδικουμένοις.

Ψαλ. 102,6               Ο Κυριος είναι εκείνος, που πάντοτε κάνει έργα ελέους και ευσπλαγχνίας και αποδίδει το δίκαιον εις όλους τους αθώους ανθρώπους, που αδικούνται.

Ψαλ. 102,7         ἐγνώρισε τὰς ὁδοὺς αὐτοῦ τῷ Μωυσῇ, τοῖς υἱοῖς Ἰσραὴλ τὰ θελήματα αὐτοῦ.

Ψαλ. 102,7               Αυτός κατέστησεν στον Μωϋσήν γνωστούς όλους τους τρόπους της ενεργείας του δια την απελευθέρωσιν του ισραηλιτικού λαού, εις δε τον ισραηλιτικόν λαόν εφανέρωσε το θέλημά του.

Ψαλ. 102,8         οἰκτίρμων καὶ ἐλεήμων ὁ Κύριος, μακρόθυμος καὶ πολυέλεος·

Ψαλ. 102,8               Ο Κυριος είναι οικτίρμων και ελεήμων, μακρόθυμος και γεμάτος από ελέη.

Ψαλ. 102,9         οὐκ εἰς τέλος ὀργισθήσεται, οὐδὲ εἰς τὸν αἰῶνα μηνιεῖ·

Ψαλ. 102,9               Δεν οργίζεται, δια να μας καταστρέψη τελείως, ούτε κρατεί αιωνίαν την οργήν του.

Ψαλ. 102,10       οὐ κατὰ τὰς ἀνομίας ἡμῶν ἐποίησεν ἡμῖν, οὐδὲ κατὰ τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν ἀνταπέδωκεν ἡμῖν,

Ψαλ. 102,10             Δεν μας ετιμώρησέ ποτέ ανάλογά με την βαρύτητα και το πλήθος των ανομιών μας, ούτε και σύμφωνα με τας αμαρτίας μας ανταπέδωκεν εις ημάς την πρέπουσαν τιμωρίαν.

Ψαλ. 102,11       ὅτι κατὰ τὸ ὕψος τοῦ οὐρανοῦ ἀπὸ τῆς γῆς ἐκραταίωσε Κύριος τὸ ἔλεος αὐτοῦ ἐπὶ τοὺς φοβουμένους αὐτόν·

Ψαλ. 102,11              Διότι, όσον απροσμέτρητον είναι το ύψος του ουρανού από την γην, τόσον μέγα και κραταιόν, τόσον αμέτρητον είναι το έλεος του Θεού προς εκείνους που τον φοβούνται και τον ευλαβούνται.

Ψαλ. 102,12       καθόσον ἀπέχουσιν ἀνατολαὶ ἀπὸ δυσμῶν, ἐμάκρυνεν ἀφ᾿ ἡμῶν τὰς ἀνομίας ἡμῶν.

Ψαλ. 102,12             Όσον απροσμέτρητος είναι η απόστασις της ανατολής από την δύσιν, τόσον απεμάκρυνεν από ημάς ο Θεός τας αμαρτίας μας, ώστε να είμεθα απηλλαγμένοι από αυτάς.

Ψαλ. 102,13       καθὼς οἰκτείρει πατὴρ υἱούς, ᾠκτείρησε Κύριος τοὺς φοβουμένους αὐτόν,

Ψαλ. 102,13             Οπως ευσπλαγχνίζεται ο στοργικός πατήρ τα παιδιά του, έτσι και ο Κυριος σπλαγχνίζεται πάντοτε εκείνους, που τον φοβούνται.

Ψαλ. 102,14       ὅτι αὐτὸς ἔγνω τὸ πλάσμα ἡμῶν, ἐμνήσθη ὅτι χοῦς ἐσμεν.

Ψαλ. 102,14             Διότι αυτός γνωρίζει από τι επλάσθημεν, έχει πάντοτε υπ' όψιν του, ότι είμεθα πλασμένοι από το ευτελές χώμα της γης.

Ψαλ. 102,15       ἄνθρωπος, ὡσεὶ χόρτος αἱ ἡμέραι αὐτοῦ· ὡσεὶ ἄνθος τοῦ ἀγροῦ, οὕτως ἐξανθήσει·

Ψαλ. 102,15             Αι ημέραι του ανθρώπου ομοιάζουν με το εφήμερον χόρτον του αγρού. Ετσι και αυτός σαν το άνθος του αγρού ανθίζει και φαίνεται επ' ολίγον εις την γην.

Ψαλ. 102,16       ὅτι πνεῦμα διῆλθεν ἐν αὐτῷ, καὶ οὐχ ὑπάρξει καὶ οὐκ ἐπιγνώσεται ἔτι τὸν τόπον αὐτοῦ.

Ψαλ. 102,16             Οταν δε καυστικός άνεμος περάση από το άνθος, το καταστρέφει, το εξαφανίζει και έτσι αυτό δεν υπάρχει πλέον, δεν αφήνει κανένα ίχνος στον τόπον του, ώστε κανείς να μη ξέρη, που είχε αυτό προηγουμένως φυτρώσει. Ετσι και ο άνθρωπος έρχεται και παρέρχεται και γρήγορα λησμονείται.

Ψαλ. 102,17       τὸ δὲ ἔλεος τοῦ Κυρίου ἀπὸ τοῦ αἰῶνος καὶ ἕως τοῦ αἰῶνος ἐπὶ τοὺς φοβουμένους αὐτόν, καὶ ἡ δικαιοσύνη αὐτοῦ ἐπὶ υἱοῖς υἱῶν

Ψαλ. 102,17             Η ευσπλαγχνία όμως του Κυρίου απλώνεται εις αιώνας αιώνων προς τους ανθρώπους εκείνους, οι οποίοι τον φοβούνται. Και η δικαιοσύνη του, φρουρός ασφαλής, παραμένει εις όλας τας γενεάς των ανθρώπων.

Ψαλ. 102,18       τοῖς φυλάσσουσι τὴν διαθήκην αὐτοῦ καὶ μεμνημένοις τῶν ἐντολῶν αὐτοῦ τοῦ ποιῆσαι αὐτάς.

Ψαλ. 102,18             Των ανθρώπων εκείνων, οι οποίοι φυλάσσουν τον Νομον του και έχουν πάντοτε στον νουν και την καρδίαν των τας εντολάς του, δια να τας τηρούν και συμμορφώνωνται προς αυτάς.

Ψαλ. 102,19       Κύριος ἐν τῷ οὐρανῷ ἡτοίμασε τὸν θρόνον αὐτοῦ, καὶ ἡ βασιλεία αὐτοῦ πάντων δεσπόζει.

Ψαλ. 102,19             Ο Κυριος ητοίμασε και εστερέωσε τον θρόνον του υψηλά στον ουρανόν και η βασιλεία του κυριαρχεί επί του σύμπαντος.

Ψαλ. 102,20       εὐλογεῖτε τὸν Κύριον, πάντες οἱ ἄγγελοι αὐτοῦ, δυνατοὶ ἰσχύϊ ποιοῦντες τὸν λόγον αὐτοῦ τοῦ ἀκοῦσαι τῆς φωνῆς τῶν λόγων αὐτοῦ.

Ψαλ. 102,20            Δοξολογείτε, λοιπόν, τον Κυριον όλοι οι άγγελοι αυτού, σεις οι οποίοι είσθε ισχυροί, ώστε να πράττετε το θέλημά του, πρόθυμοι να ακούετε και να εκτελήτε την διαταγήν των λόγων του.

Ψαλ. 102,21       εὐλογεῖτε τὸν Κύριον, πᾶσαι αἱ δυνάμεις αὐτοῦ, λειτουργοὶ αὐτοῦ οἱ ποιοῦντες τὸ θέλημα αὐτοῦ·

Ψαλ. 102,21             Ευλογείτε τον Κυριον όλαι αι στρατιαί των αγγελικών δυνάμεων, οι λειτουργοί αυτού, όλοι όσοι τηρούν το θέλημά του.

Ψαλ. 102,22       εὐλογεῖτε τὸν Κύριον, πάντα τὰ ἔργα αὐτοῦ, ἐν παντὶ τόπῳ τῆς δεσποτείας αὐτοῦ· εὐλόγει, ἡ ψυχή μου, τὸν Κύριον.

Ψαλ. 102,22            Ευλογείτε τον Κυριον όλα τα έργα, τα οποία υπάρχουν εις κάθε τόπον της κυριαρχίας του. Ω ψυχή μου, δοξολόγει πάντοτε τον Κύριον.

ΨΑΛΜΟΣ 142

Ψαλ. 142,1         Κύριε, εἰσάκουσον τῆς προσευχῆς μου, ἐνώτισαι τὴν δέησίν μου ἐν τῇ ἀληθείᾳ σου, εἰσάκουσόν μου ἐν τῇ δικαιοσύνῃ σου·

Ψαλ. 142,1                Κυριε, άκουσε και κάμε δεκτήν την προσευχήν μου. Ακουσε την ικετευτικήν παράκλησίν μου εν ονόματι της φιλαληθείας σου και των υποσχέσεων, που μας έχεις δώσει. Εισάκουσόν μου εν ονόματι της δικαιοσύνης σου, η οποία απαιτεί την προστασίαν του κάθε αθώου.

Ψαλ. 142,2         καὶ μὴ εἰσέλθῃς εἰς κρίσιν μετὰ τοῦ δούλου σου, ὅτι οὐ δικαιωθήσεται ἐνώπιόν σου πᾶς ζῶν.

Ψαλ. 142,2               Μη θελήσης όμως να προβής εις λεπτομερή εξέτασιν της ζωής εμού του δούλου σου, διότι κανείς από τους ζώντας ανθρώπους επί της γης δεν θα ευρεθή τελείως αθώος και αναμάρτητος ενώπιόν σου.

Ψαλ. 142,3         ὅτι κατεδίωξεν ὁ ἐχθρὸς τὴν ψυχήν μου, ἐταπείνωσεν εἰς γῆν τὴν ζωήν μου, ἐκάθισέ με ἐν σκοτεινοῖς ὡς νεκροὺς αἰῶνος·

Ψαλ. 142,3               Ακουσε, λοιπόν, Κυριε, το δίκαιον αίτημά μου, διότι εχθρός αδίστακτος με καταδιώκει ζητών να μου αφαιρέση την ζωήν. Με εποδοπάτησε κάτω στο χώμα, με εξηυτέλισε, με έχει καθίσει στο χείλος του τάφου. Με έχει οδηγήσει στο στόμα του σκοτεινού άδου, όπου ευρίσκονται οι από αρχαιότατα χρόνια νεκροί.

Ψαλ. 142,4         καὶ ἠκηδίασεν ἐπ᾿ ἐμὲ τὸ πνεῦμά μου, ἐν ἐμοὶ ἐταράχθη ἡ καρδία μου.

Ψαλ. 142,4               Από τας βαρείας αυτάς θλίψεις έχει καταληφθή από αθυμίαν το πνεύμα μου. Η καρδία μου εντός μου συνεχώς ταράσσεται.

Ψαλ. 142,5         ἐμνήσθην ἡμερῶν ἀρχαίων, ἐμελέτησα ἐν πᾶσι τοῖς ἔργοις σου, ἐν ποιήμασι τῶν χειρῶν σου ἐμελέτων.

Ψαλ. 142,5               Εις αυτήν την πολυώδυνον κατάστασιν ευρισκόμενος ενεθυμήθην παλαιάς ημέρας ειρήνης και ασφαλείας. Εβύθισα την σκέψιν μου εις τα έργα της ιδικής σου προστασίας, εμελέτησα καλώς τα έργα των χειρών σου.

Ψαλ. 142,6         διεπέτασα πρὸς σὲ τὰς χεῖράς μου, ἡ ψυχή μου ὡς γῆ ἄνυδρός σοι. (διάψαλμα).

Ψαλ. 142,6               Από την μελέτην αυτήν τονωθείς εις την πίστιν και την ελπίδα προς σέ, ύψωσα ικετευτικάς τας χείράς μου προς σε και η ψυχή μου, ωσάν γη κατάξηρος, εζήτησε δρόσον και αναψυχήν από σέ.

Ψαλ. 142,7         ταχὺ εἰσάκουσόν μου, Κύριε, ἐξέλιπε τὸ πνεῦμά μου· μὴ ἀποστρέψῃς τὸ πρόσωπόν σου ἀπ᾿ ἐμοῦ, καὶ ὁμοιωθήσομαι τοῖς καταβαίνουσιν εἰς λάκκον.

Ψαλ. 142,7               Οσον το δυνατόν ταχύτερον κάμε δεκτήν, Κυριε, την προσευχήν μου. Απέκαμα πλέον, ωλιγοψύχησε και κινδυνεύει να σβήση το πνεύμα μου. Μη γυρίσης αλλού το πρόσωπόν σου από εμέ. Διότι τότε θα ομοιάσω πλέον με τους νεκρούς, οι οποίοι κατεβαίνουν οριστικώς εις τον τάφον.

Ψαλ. 142,8         ἀκουστὸν ποίησόν μοι τὸ πρωΐ τὸ ἔλεός σου, ὅτι ἐπὶ σοὶ ἤλπισα· γνώρισόν μοι, Κύριε, ὁδόν, ἐν ᾗ πορεύσομαι, ὅτι πρὸς σὲ ἦρα τὴν ψυχήν μου·

Ψαλ. 142,8               Ευδόκησε, Κυριε, να ακούσω και να αισθανθώ λίαν πρωϊ, συντόμως, το έλεός σου, διότι εγώ εις σε μόνον έχω στηρίξει τας ελπίδας μου. Καμε γνωστήν εις εμέ, Κυριε, την οδόν, το άγιόν σου θέλημα, σύμφωνα προς το οποίον να ρυθμίσω την πορείαν της ζωής μου. Διότι προς σέε υψώνω και παραδίδω ολόκληρον την ψυχήν μου.

Ψαλ. 142,9         ἐξελοῦ με ἐκ τῶν ἐχθρῶν μου, Κύριε, ὅτι πρὸς σὲ κατέφυγον.

Ψαλ. 142,9               Βγάλε με και ελευθέρωσέ με, Κυριε, από τους εχθρούς μου, διότι εγώ προς σε απ' αρχής και μέχρι σήμερον καταφεύγω.

Ψαλ. 142,10       δίδαξόν με τοῦ ποιεῖν τὸ θέλημά σου, ὅτι σὺ εἶ ὁ Θεός μου· τὸ πνεῦμά σου τὸ ἀγαθὸν ὁδηγήσει με ἐν γῇ εὐθείᾳ.

Ψαλ. 142,10             Διδαξέ με, ποίον είναι το θέλημά σου και δος μου την αγαθήν διάθεσιν να το εφαρμόζω πάντοτε, διότι συ είσαι ο Θεός μου. Το Πνεύμά σου το αγαθόν αυτό θα με οδηγήση εις την ευθείαν και ευάρεστον εις σε οδόν.

Ψαλ. 142,11       ἕνεκεν τοῦ ὀνόματός σου, Κύριε, ζήσεις με, ἐν τῇ δικαιοσύνῃ σου ἐξάξεις ἐκ θλίψεως τὴν ψυχήν μου·

Ψαλ. 142,11              Ενεκεν του ονόματός σου, που σημαίνει έλεος και αγάπην, θα περιφρουρήσης και θα παρατείνης την ζωήν μου. Εν τη δικαιοσύνη σου θα βγάλης την ψυχήν μου από την βαρείαν θλίψιν, που οι εχθροί μου έχουν επιφέρει.

Ψαλ. 142,12       καὶ ἐν τῷ ἐλέει σου ἐξολοθρεύσεις τοὺς ἐχθρούς μου καὶ ἀπολεῖς πάντας τοὺς θλίβοντας τὴν ψυχήν μου, ὅτι ἐγὼ δοῦλός σού εἰμι.

Ψαλ. 142,12             Με το έλεός σου αυτό, που θα δείξης προς εμέ, θα εξολοθρεύσης τους εχθρούς μου, θα καταστρέψης όλους εκείνους, οι οποίοι θλίβουν την ζωήν μου, διότι εγώ είμαι ιδικός σου δούλος.