ΚΑΛΑΝΤΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ

Κάλαντα τοῦ Λαζάρου

Τὸ Σάββατο τοῦ Λαζάρου, τὸ ἔχει περιβάλει ὁ λαός μας μὲ ὄμορφα ἔθιμα. Ἐξ αὐτῶν τὰ κάλαντα τραγουδοῦν μόνο κορίτσια, οἱ λεγόμενες «Λαζαρίνες». Ἀπὸ τὴν προηγούμενη ἡμέρα ἔχουν συλλέξει ἄνθη καὶ μὲ αὐτὰ ἔχουν στολίσει καλαθάκια μὲ τὰ ὁποῖα γυρνοῦν ἀπὸ σπίτι σὲ σπίτι καὶ τραγουδοῦν:

Ἦρθε ὁ Λάζαρος, ἦρθαν τὰ Βάγια,
ἦρθε τῶν Βαγιῶν ἡ ἑβδομάδα.

Ξύπνα Λάζαρε καὶ μὴν κοιμᾶσαι,
ἦρθε ἡ μέρα σου καὶ ἡ χαρά σου.

Ποῦ ἤσουν Λάζαρε; Ποῦ ἤσουν κρυμμένος;
Κάτω στοὺς νεκρούς, σὰν πεθαμένος.

Δὲ μοῦ φέρνετε, λίγο νεράκι,
πού ῾ν᾿ τὸ στόμα μου πικρὸ φαρμάκι.

Δὲ μοῦ φέρνετε λίγο λεμόνι,
Πού ῾ν᾿ τὸ στόμα μου, σὰν περιβόλι.

Ἦρθε ὁ Λάζαρος, ἦρθαν τὰ Βάγια, 
ἦρθε ἡ Κυριακὴ ποὺ τρῶν᾿ τὰ ψάρια.

Σήκω Λάζαρε καὶ μὴν κοιμᾶσαι, 
ἦρθε ἡ μάνα σου ἀπὸ τὴν πόλη, 
σοῦ ῾φέρε χαρτὶ καὶ κομπολόι.

Γράψε Θόδωρε καὶ σὺ Δημήτρη, 
γράψε Λεμονιὰ καὶ Κυπαρίσσι.

Τὸ κοφνάκι μου θέλει αὐγά, 
κι ἡ τσεπούλα μου θέλει λεφτά.

Βάγια, Βάγια καὶ Βαγιῶ. 
τρῶνε ψάρι καὶ κολιό. 
Καὶ τὴν ἄλλη Κυριακή, 
τρῶνε τὸ ψητὸ τ᾿ ἀρνί.

Οἱ νοικοκυραῖοι ποὺ ἄκουγαν τὰ κάλαντα, ἔδιναν στὶς Λαζαρίνες φροῦτα, διάφορα φαγώσιμα ἢ χρήματα.

Κάλαντα τοῦ Λαζάρου

Ἂν εἶναι μὲ τὸ θέλημα 
καὶ μὲ τὸν ὁρισμό σας, 
Λαζάρου τὴν Ἀνάσταση 
νὰ πῶ στ᾿ ἀρχοντικό σας.

Ἔβγατε παρακαλοῦμε,
γιὰ νὰ σᾶς διηγηθοῦμε,
γιὰ νὰ μάθετε τί ἐγίνη,
σήμερα στὴν Παλαιστίνη.

Σήμερον ἔρχεται ὁ Χριστός, 
ὁ ἐπουράνιος Θεός.
Ἐν τῇ πόλει Βηθανίᾳ, 
Μάρθα κλαίει καὶ Μαρία·

Λάζαρον τὸν ἀδερφό τους
τὸν γλυκὺ καὶ καρδιακό τους,
τρεῖς ἡμέρες τὸν θρηνοῦσαν
καὶ τὸν ἐμοιρολογοῦσαν.

Τὴν ἡμέρα τὴν τετάρτη,
κίνησε ὁ Χριστὸς γιὰ νά ῾ρθῃ.
Καὶ ἐβγῆκεν κι ἡ Μαρία 
ἔξω ἀπὸ τὴ Βηθανία.

Καὶ ἐμπρός του γόνυ κλεῖ,
καὶ τοὺς πόδες του φιλεῖ.
-Ἂν ἐδῶ ἤσουν Χριστέ μου,
δὲν θ᾿ ἀπέθνησκε ὁ ἀδερφός μου.

Μὰ κι ἐγὼ τώρα πιστεύω,
καὶ καλότατα ἐξεύρω,
ὅτι δύνασ᾿ ἂν θελήσῃς
καὶ νεκροὺς νὰ ἀναστήσῃς.

-Λέγε, πίστευε, Μαρία
ἄγωμεν εἰς τὰ μνημεῖα. 
῾Κεῖνοι παρευθὺς ἐπῆγαν
καὶ τὸν τάφο τοῦ ἐδεῖξαν.

Τὸν τάφο νὰ μοῦ δείξετε
καὶ ῾γὼ θὲ νὰ πηγαίνω.
Τραπέζι νὰ ῾τοιμάσετε,
καὶ ῾γὼ τὸν ἀνασταίνω.

Ἐπῆγαν καὶ τοῦ ἔδειξαν
τὸν τάφο τοῦ Λαζάρου. 
Τοὺς εἶπε καὶ ἐκύλισαν
τὸν λίθο, ποὖχε ἀπάνου.

Τότε κι ὁ Χριστὸς δακρύζει
καὶ τὸν Ἅδη φοβερίζει: 
-Ἅδη, Τάρταρε καὶ Χάρο.
Λάζαρον θὰ σοῦ τὸν πάρω.

Δεῦρο ἔξω Λάζαρέ μου,
φίλε καὶ ἀγαπητέ μου.

Παρευθὺς ἀπὸ τὸν Ἅδη,
ὡς ἐξαίσιο σημάδι,
Λάζαρος ἀπενεκρώθη,
ἀνεστήθη καὶ σηκώθη.

Λάζαρος σαβανωμένος
καὶ μὲ τὸ κηρὶ ζωσμένος.
Ἐκεῖ Μάρθα καὶ Μαρία,
ἐκεῖ κι ὅλη ἡ Βηθανία.

Μαθητὲς καὶ Ἀποστόλοι
τότε εὑρεθῆκαν ὅλοι,
δόξα τῷ Θεῷ φωνάζουν,
καὶ τὸ Λάζαρο ἐξετάζουν.

Ἕνα ἄλλο ἔθιμο τῆς ἡμέρας εἶναι οἱ «Ἀγερμοί». Τὰ παιδιὰ γυρνᾶνε ἀπὸ σπίτι σὲ σπίτι, κρατώντας ἕνα ὁμοίωμα τοῦ Λαζάρου, καὶ τραγουδοῦν τοὺς «Ἀγερμούς»:

-Λάζαρε, πές μας τί εἶδες,
εἰς τὸν Ἅδη ποῦ ἐπῆγες;
-Εἶδα φόβους, εἶδα τρόμους,
εἶδα βάσανα καὶ πόνους.

Δῶστε μου λίγο νεράκι,
νὰ ξεπλύνω τὸ φαρμάκι.
Τῆς καρδούλας μου τὸ λέω,
καὶ μοιρολογῶ καὶ κλαίω.

Τοῦ χρόνου πάλι νά ῾ρθουμε,
μὲ ὑγεία νὰ σᾶς βροῦμε.
Στὸν οἶκο σας χαρούμενοι,
τὸν Λάζαρο νὰ ποῦμε.

Σὲ τοῦτο τ᾿ ἀρχοντόσπιτο
πέτρα νὰ μὴ ραΐσει.
Καὶ ὁ νοικοκύρης τοῦ σπιτιοῦ,
χρόνια πολλὰ νὰ ζήσει.

Νὰ ζήσει χρόνια ἑκατό,
καὶ νὰ τὰ ξεπεράσει.

Ἕνα τρίτο ἔθιμο τὴν ἡμέρας εἶναι τὰ «Λαζαράκια». Σὲ κάποιες περιοχὲς τῆς Ἑλλάδας τὰ λένε καὶ «Λαζόνια». Πρόκειται γιὰ μικρὰ ψωμάκια πλασμένα σὲ σχῆμα ἀνθρώπου. Μέσα στὴν ζύμη ἔβαζαν μέλι ἢ καρύδια ἢ σταφίδες ἢ ὅτι ἄλλο ἔβγαζε ὁ κάθε τόπος. Τὸ ἔθιμο λέει ὅτι ὅποιος δὲν πλάσει Λαζαράκια, δὲν θὰ χορτάσει ψωμί.

Μία παραλλαγὴ τοῦ ἐθίμου αὐτοῦ συναντοῦμε στὸ νησὶ τῆς Κῶ. Ἐκεῖ οἱ ἀρραβωνιασμένες κοπέλες, φτιάχνουν Λαζαράκια σὲ μεγάλο ὅμως μέγεθος, καὶ ἀφοῦ τὰ γεμίσουν μὲ φροῦτα καὶ ξηροὺς καρπούς, τὰ στέλνουν στὸν μέλλοντα σύζυγό τους.

ΤΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ
(Παραδοσιακὸ Κυπριακό)

Ἔαρ ἡμῖν ἐπέφανεν, τοῖς πᾶσι τὸ μηνῦον
τὴν τοῦ Λαζάρου ἔγερσιν, ξένον, φρικτὸν σημεῖον.

Ἄνθη καὶ ρόδα εὔοσμα, κατάνυξις ψυχῆς τε,
καὶ λέγω σας, ἀκροαταί, εἰς τὴν χαρὰν νὰ εἶσθε.

Ἀκούσατε τὴν ἔγερσιν τοῦ τεταρταίου φίλου
καὶ τὴν χαράν, ἣν ἔλαβον αἱ ἀδελφαὶ ἐκείνου,

διὰ νὰ καταλάβετε τί εἶναι θεία Ἀγάπη
καὶ πὼς ψυχὴ λυτρώννεται ἀπὸ πικρὸν τὸν Ἅδην,

ὡς καὶ αὐτὸς ὁ Λάζαρος, ὅστις εἶχεν ἀγάπην
μὲ τὸν Δεσπότην τὸν Χριστόν, πολλήν, καθαρωτάτην.

Ἀρχίζω τὴν διήγησιν κι ὅλοι ἀκροασθεῖτε
μὲ πόθον καὶ μὲ προσοχήν, γιὰ νὰ ὠφεληθῆτε.

Ὁ Λάζαρος κατήγετο ἀπὸ τὴν Βηθανίαν
καὶ τὸν Χριστὸν ἐδέχετο μὲ περισσὴν φιλίαν.

Εἶχεν καὶ δύο ἀδελφάς, τὴν Μάρθαν καὶ Μαρίαν,
εἶχον ἀγάπην περισσὴν καὶ καθαρὰν καρδίαν.

Αὐτὸς λοιπὸν ἠσθένησεν ἀσθένειαν μεγάλην
καὶ πυρετὸς τὸν ἔβαλεν, κι εἶχεν μεγάλην ζάλην.

Μὰ ὁ Χριστὸς εὑρίσκετο εἰς μίαν ἄλλην πόλιν
μὲ ὄχλον πολυάριθμον ὁμοῦ καὶ ἀποστόλοι.

Τοῖς μαθηταῖς του ἔλεγεν μὲ τὴν βραχυλογίαν,
«σηκοῦτε νὰ ὑπάγωμεν πάλιν στὴν Βηθανίαν,
ὁ Λάζαρος κεκοίμηται καὶ θέλω νὰ κινήσω,
διὰ νὰ πάγω πρὸς αὐτὸν καὶ νὰ τὸν ἐξυπνήσω.»

Οἱ μαθηταῖς δὲν ἐννοοῦν τὸ τί ῾θελεν νὰ εἴπῃ,
ὁ Λάζαρος ἀπέθανεν, κι εἶναι μεγάλη λύπη, 
ἡμέρες εἶναι τέσσερεις, ποὺ εἶναι πεθαμμένος
καὶ εἰς τὸν τάφον βρίσκεται κ᾿ εἶναι λαζαρωμένος.

Τότε λοιπὸν ξεκίνησαν νὰ πᾶν στὴν Βηθανίαν
οἱ ἀποστόλοι κι ὁ Χριστὸς καὶ ὅλ᾿ ἡ συνοδεία.

Ἡ Μάρθα τοὺς προϋπαντᾶ μὲ θρήνους καὶ μὲ γόους 
καὶ προσκυνοῦσα τὸν Χριστόν, λέγει αὐτοὺς τοὺς λόγους:
«Ἂν ἦσο ὧδε, Κύριε, o Λάζαρος, ὁ φίλος
ποτὲ δὲν θὰ ἀπέθνησκεν τὸ βέβαιον ἐκεῖνος.»

Κι ὁ Ἰησοῦς μας ὁ Χριστὸς τότε συνεκινήθην:
«Μάρθα, Μαρία, μὴν κλαῖτε, μόνον ἔχετε πίστιν
ὁ γὰρ πιστεύων εἰς ἐμέ, κἂν ἀποθάνῃ, ζήσει.»

Λέγ᾿ ἡ Μαρία, «Κύριε, ξεύρω, ὅσ᾿ ἂν αἰτήσῃς,
Σοῦ τὰ χαρίζει ὁ Θεός, ἂν θέλῃς καὶ ὁρίσῃς».
Τῆς λέγει «ποῦ τεθήκατε τὸν Λάζαρον τὸν φίλον, 
ὑπάγετε οὖν ἔμπροσθεν καὶ δείξατέ μοι ἐκεῖνον».

Καὶ παρευθὺς ἐπρόσταξεν τοῦτον νὰ ποιήσουν,
τὸν λίθον ἐκ τοῦ μνήματος νὰ τὸν ἀποκυλίσουν.

Ἐπάνωθεν τοῦ μνήματος ἐστάθην καὶ δακρύζει.
Κι ὡς ἄνθρωπος ἐδάκρυσεν μὲ εὐσπλαχνίαν,
νὰ δείξει τὴν συμπάθειαν καὶ τὴν ἐπιεικείαν,
καὶ ὡς Θεὸς ἐφώναξεν μίαν φωνὴν μεγάλην,
«Λάζαρε, δεῦρο ἔξελθε», κι ἠκούσθην εἰς τὸν Ἅδην.

Ὁ Ἅδης ἀναστέναξεν, ἔτρεμεν, ἐφοβεῖτον,
ὡς ἤκουσεν τοῦ Ἰησοῦ τὴν θεϊκὴν φωνήν του
τὸν Λάζαρον ἀπέλυσεν εὐθὺς καὶ τὸν ἀφίνει
καὶ τὸν βιάζει μάλιστα μήπως ἐκεῖ ἀπομείνῃ.

Ἐξῆλθεν οὖν ὁ Λάζαρος ἔξω λαζαρωμένος,
κίτρινος, μαῦρος καὶ χλωμὸς καὶ τεταπεινωμένος.
Ἐπρόσταξεν κι ἐλύσαν του τὰς χεῖρας καὶ τὰς πόδας,
καὶ πῆγεν εἰς τὸν oἶκον του μονάχος ...

 

ΚΑΛΑΝΤΑ ΜΕΓΑΛΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΟΣ

Βάγια, Βάγια τω Βαγιώ,

τρώμε ψάρι και κολιό

και την άλλη Κυριακή

βάνω τ’ άσπρο μου βρακί

και σαρτώ στα δώματα,

πέφτουν τα παπλώματα,

τα ματζώνουν οι γριές

κάτου αφ’ τσι κουντουρουδιές.

Μεγάλη Δευτέρα – ο Χριστός στη μαχαίρα.

Μεγάλη Τρίτη – ο Χριστός εκρύφτη.

Μεγάλη Τετράδη – ο Χριστός εχάθη.

Μεγάλη Πέφτη – ο Χριστός ευρέθη.

Μεγάλη Παρασκευή – ο Χριστός στο καρφί.

Μεγάλο Σαββάτο – ο Χριστός στον τάφο

τη Λαμπρή την Κυριακή τρώμε το παχύ τ’ αρνί

 

ΤΑ ΚΑΛΑΝΤΑ ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ


 

Το πρωί της Μ. Παρασκευής σε διάφορα μέρη της Ελλάδας λάμβανε χώρα και το εξής έθιμο. Τα αγόρια του χωριού γυρνούσαν από σπίτι σε σπίτι σε παρέες και έψελναν το<<Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα...>> Πρόκειται ουσιαστικά για ένα μοιρολόι που εξιστορεί τα Πάθη του Χριστού.

Το Μοιρολόι της Παναγίας

Σήμερον μαύρος ουρανός, σήμερον μαύρη μέρα
σήμερον όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπούνται,
σήμερον έβαλαν βουλή οι άνομοι Εβραίοι,
οι άνομοι και τα σκυλιά και οι τρισκαταραμένοι,
για να σταυρώσουν τον Χριστό, τον πάντων βασιλέα.
Ο Κύριος ηθέλησε να μπει σε περιβόλι
να λάβει δείπνο μυστικό, να μην το λάβουν όλοι.
Η Παναγιά η Δέσποινα καθόταν μοναχή της,
τας προσευχάς της έκανε για το Μονογενή της.
Φωνή εξήλθ’ εξ ουρανού υπ’ αρχαγγέλου στόμα
σώνουν Κυρά μου οι προσευχές, σώνουν και οι μετάνοιες
και τον Υιό Σου πιάσανε και στον φονιά τον πάνε.
Σαν κλέφτη τον επιάσανε και σαν φονιά τον πάνε
και στου Πιλάτου τις αυλές εκεί τον τυραννάνε.
-Χαλκιά, χαλκιά, φτιάσε καρφιά, φτιάσε τρία περόνια.
Και κείνος ο παράνομος βαρεί και φτιάνει πέντε.
Συ, φαραέ, που τα ’φτιασες, πρέπει να μας διδάξεις.
-Βάλτε τα δυό στα πόδια του, τ’ άλλα τα δυό στα χέρια,
το πέμπτο το φαρμακερό βάλτε το στην καρδιά Του
να τρέξει αίμα και νερό να λιγωθεί η καρδιά του.
Η Παναγιά πλησίασε και τα δεξιά κοιτάξει, κανένα δε γνωρίζει.
Κοιτά και δεξιότερα, βλέπει τον Αη Γιάννη:
-Αη Γιάννη, Αη Γιάννη Πρόδρομε και Βαπτιστά του Υιού μου,
μην είδες τον Υιόκα μου τον διδάσκαλό σου;
-Δεν έχω στόμα να σου πω, γλώσσα να σου μιλήσω
Δεν έχω χέρι, πάλαμο για να σου Τον εδείξω.
Βλέπεις εκείνον τον γυμνό τον παραπονεμένο
όπου φορεί πουκάμισο στο αίμα βουτηγμένο;
Εκείνος είναι ο Γιόκα Σου και ο Διδάσκαλός Σου.
Η Παναγιά του μίλησε, η Παναγιά του λέει:
-Δε μου μιλείς παιδάκι μου, δε μου μιλείς παιδί μου;
-Τι να σου πω Μανούλα μου που διαφορά δεν έχεις;
Μόνο το Μέγα Σάββατο κοντά το μεσημέρι
που θα λαλήσει ο πετεινός, σημαίνουν οι καμπάνες.

 

ΚΑΛΑΝΤΑ ΤΗΣ ΛΑΜΠΡΗΣ

ΤΗΣ ΚΕΡΚΥΡΑΣ

Ανάσταση δοξάζουμε και τον Θεό υμνούμε

και τον δεσπότη του Χριστού όλοι τον προσκυνούμε.

Απέραστη η Σαρακοστή κι ήταν εφτά βδομάδες

κι ήρθανε να σας φέρουμε τόσες καλές γιορτάδες,

που αναστήθηκε ο Χριστός μέσα από τον Άδη

κι οι Χριστιανοί χαρήκανε όλοι μικροί μεγάλοι

Χριστός Ανέστη εκ νεκρών και θάνατον πατήσας

και μέσα στην Ιερουσαλήμ όλοι ακολουθούσαν.

Και σας καληνυχτίζουμε πέσατε κοιμηθείτε

κι αύριο τα' αποταχιά τσι εικόνες ακολουθείτε

ι' αφέντη κύριε Γιώργη μου

Χρόνια πολλά να ζήσεις

Να σου ζήσουν τα παιδάκια σου κι ο Θεός να τα βλοήσει.

 

ΜΙΚΡΑΣ ΑΣΙΑΣ

Χριστός ανέστη, μάτια μου, έλα να φιληθούμε

κι από τα φύλλα τση καρδιάς να ξαναγαπηθούμε.

Όμορφη που ‘ναι η Λαμπρή κι όμορφα που γλεντούνε,

σαν έρκεται το Νιότριτο ίδι’ αετοί πετούνε.

Όμορφη που ‘ναι η Λαμπρή απ’ ούλες τσι σκολάδες,

που βγάνουν την ανάσταση μ’ ουλόχρουσες λαμπάδες.

 

ΚΑΛΑΝΤΑ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ

Του Άη Γιωργιού (οι στίχοι)

Δευτέραν πούν της Καθαράς που κάμνουν την νομάδαν

μες το καράβιν έμπηκεν την πρώτην εφτομάδαν
τζαι τρείς ημέρες έκαμεν να ρέξει το βερούτιν
ψουμίν νερόν έν ενεβρέθηκεν μέσα στην χώραν τούτην

Ψουμίν νερόν είσιεν πολύν κάτω μακρά στο πλάτος
τσιμέσα εκατόκεισεν ένας μεγάλος δράκος
τζαι δεν τ’αφήνει το νερόν στην χώραν τους να πάει
χα’ί’νιν του εκάμνασιν πόναν παιδίν να φάει
να ξαπολήσει το νερόν στην χώραν για να πάει

Άλλοι είχαν ‘εξι τζαι οχτώ τζαι πέμπαν του τον έναν
τσ’ ήρτεν γυρίν τ’αφέντη μας τ’αφέντη βασιλέα
είσιεν μιαν κόρην μονασιήν τσ’είσιεν να την παντρέψει
θέλοντας τζαι μην θέλοντας του δράκου να την πέψει
παντίς τσι η κόρη εν άγιος Χριστός τζ’ απάκουσεν την
τον Άη Γιώρκην νάσου τον που πάνω κατεβαίνει
τζαι με την σέλαν την γρουσήν τζαι το γρουσόν αππάριν
στέκεται συλλοήζεται πως να την σιαιρετήσει…

Άη Γιώρκης -“για να την πώ μουσκοκαρκιάν,μουσκοκαρκιά έσιει κλώνους
για να την πώ τρανταφυλλιάν,τρανταφυλλιά έσιει αγκάθκια
ας την εσιαιρετήσουμεν σαν σιαιρετούμεν πάντα”

Άη Γιώρκης -” Ώρα καλή σου λυερή,ώρα κάλη τζαι γειά σου
μούσκους τζαι ροδοστέφανα στα καμαρόφρυά σου!
τσ’ ίντα γυρέφκεις λυερή στου δράκου το πηγάδιν
του δράκοντα του πονηρού να φκεί τζαι να σε φάει?”

Πριγγίπισσα -“Αφέντη μου τα πάθη μας να σου τα πώ δεν φτάννω
άθρωποι που την πείναν τους τρώσιν ένας τον άλλον
έτσι έθελεν η τύχη μου,έτσι ήταν το γραφτόν μου
μές την τζιοιλιάν του δράκοντα να κάμω το ταφκιόν μου”

Νάσου ποτσιεί τον δράκονταν στην στράτα τσ’ ανεβαίνει
τσ’ όταν τους είδεν τσ’ ήταν τρείς κρυφές χαρές παθαίνει…

Δράκος -“μπούκκωμαν τρώω τον άδρωπον,το γιώμαν την κοπέλαν,
τζαι ως τα ηλιοβουττήματα άππαρον με την σέλλαν”

Μιάν χατζιαρκάν του χάρισεν τσ’ η πόλη ούλλη εσίστειν
τζαι το σκαμνίν του βασιλιά έππεσεν τζαι τσακκίστειν
φκάλλει που το δυσάχιν του μεάλον αλυσίδιν
τζαι έπκιασεν τζαι ταπείνωσεν τσίν το μεάλον φίδιν…

Άη Γιώρκης -“Τράβα το κόρη λυερή στην χώραν να το πάρεις
για να το δούν αβάφτιστοι να πά να βαφτιστούσιν
για να το δούν απίστεφτοι να πά να πιστεφτούσιν”

Άνταν τους βλέπει ο βασιλιάς κρυφές χαρές παθαίνει…

Βασιλιάς -“Πκοιός είν’αυτός που μού ‘καμεν τούτην την καλοσύνην
να δώκω το βασίλειον μου τσ’ ούλλον τον θησαυρόν μου
να δώκω τζαι την κόρην μου τζαι να γενεί γαμπρός μου”

Τζαι πολωήθειν ο Άγιος τζαι λέει τζαι λαλεί του…

Άη Γιώρκης -” Έν θέλω το βασίλειον σου μήτε τον θησαυρόν σου
μιάν εκκλησιάν να χτίσετε μνήμην τ’ Άη Γιωργίου
που έρκεται η μέρα του κοστρείς του Απριλίου

ΕΤΕΡΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ

Άϊ μου Γιώργη, αφέντη μου και ψαροκαβαλλάρη,
αρματωμένε με σπαθί και με χρυσό κοντάρι·
άγγελος είσαι στη θωριά κι άγιος στη θεότη·
παρακαλώ βοήθα με, άγιε στρατιώτη,
να λυτρωθώ απ’ το θεριό και Δράκοντα μεγάλο,
’π’ ά δε ντού ’πηαίναν άθρωπο κάθε πρωΐ και άλλο,
σταλιά νερό δεν ήφηνε να κατεβή στη Χώρα,
σα δε ντού ’πηαίναν άθρωπο πάντα την ίδιαν ώρα!
Τα μπουλλεθιά ερρίχνανε κι ότινος θέλ’ ας πέση,
ήπεμπε το παιδάκι ντου τού Δράκοντα πεσκέσι.
Τα μπουλλεθιά επέσανε κι εις τη βασιλοπούλλα,
απού την είχ’ η μάνα τζη μοναχορηγοπούλλα.
Κι ο βασιλιάς ως τ’ άκουσε, τούτο το λόγον είπε:
– «Το βιός μου όλο πάρετε και το παιδί μου αφήτε».
Εκεί σπαθιά συρθήκανε, μαχαίρι’ ακονισμένα:
– «Γή δώσ’ μας το παιδάκι σου, γή παίρνομε κι εσένα».
– «Στολίστε το παιδάκι μου και κάμετέ το νύφη
κι αμέτε το στο Δράκοντα, πεσκέσι να δειπνήση».
Πιάνουν και τη στολίζουνε ’πο το ταχύ ως το βράδυ
με δαχτυλίδια ολόχρυσα κι όλο μαργαριτάρι·
και παίρνου ντην οι βάγιες τση να πά’ να σεργιανίση
και πάνε και τη δένουνε στού Δράκοντα τη βρύση·
στα μάρμαρα τού πηγαϊδιού ρίξα ν-την αλυσίδα
κι εκειά την κατεβάσανε, άμοιρη κορασίδα!
Κι ο Άι-Γιώργης τό ’μαθε και τρέχει να τη σώση
κι από το άγριο θεριό να τήνε ’λετευρώση·
καβαλλικεύγει τ’ άλογο και το αντιποδίζει,
στο μάγουλο τού πηγαϊδιού πηγαίνει και καθίζει.
– «Μην το φοβάσαι το θεριό κι εγώ δα το ’ποθάνω,
άφησε ν’ αποκοιμηθώ στα γόνατά σου απάνω·
σίμωσε, κορασίδα μου, κοντά να με ψειρίσης
κι όντεν ακούσης το θεριό να μ’ αλαφροξυπνήσης».
Στα γόνατά τζη ακούμπησε, για νά τονε ψειρίση
κ’ ετρέχανε τα μάθια τζη σα θολωμένη βρύση·
σε λίγην ώραν ήκουσε μιαν ταραχή μεγάλη
κι ήτον ο Δράκος κι ήβγαινε μέσ’ από το πηγάϊ.
– «Ξύπνησ’ αφέντη, ξύπνησε και μη βαροκοιμάσαι
να το σκοτώσης το θεριό, που λες πως δε φοβάσαι·
σήκω, σήκω αφέντη μου και το νερό αφρίζει
κι ο Δράκοντας τ’ αντόδια ντου για μένα τ’ ακονίζει!»
Ο Άϊ-Γιώργης ’ξύπνησε σα μ-παραλοϊσμένος
και τ’ άρματά ντου ήρπαξε, ως ήτο μαθημένος·
γυρίζει στ’ ανατολικά και κάνει το σταυρό ντου
και το κοντάρι ’σήκωσε και μπήγει στο λαιμό ντου·
μια κονταριά τού έδωκε, την τρώει μές το στόμα
κι αμέσως τον εξάπλωσε χάμαι στσή γής το χώμα.
Με μια μπαμπακερή κλωστή πιστάγκωνα το δένει
τσή κορασίδας τό ’δωκε, μέσα στη Χώρα μπαίνει.
– «Νά, βασιλιά, το τέκνο σου· ορίστε το παιδί σου
κι απού τα φύλλα τσή καρδιάς δώσε του την ευκή σου».
– «Να ζήσης, καβαλλάρη μου· πώς λένε τ’ όνομά σου,
ένα μεγάλο χάρισμα να κάμω τσ’ αφεδιάς σου;»
– «Γιώργης στρατιώτης λέγομαι, απ’ την Καππαδοκία·
σα θες να κάμης τάξιμο, χτίσε μιαν εκκλησία
και βάλε και ζωγράφισε Χριστό και Παναγία·
στη δεξιά Ντου τη μ-πλευρά βάλ’ ένα γ-καβαλλάρη,
αρματωμένο με σπαθί και με χρυσό κοντάρι».

.